ἔκθετος: Difference between revisions

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic

Source
(10)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκθετος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[βρέφος]]) αυτός που εγκαταλείφθηκε<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το έκθετο</i><br />εγκαταλελειμμένο [[παιδί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αφέθηκε στην [[επίδραση]] εξωτερικού παράγοντα («ἐκθετος στον αέρα»)<br /><b>2.</b> [[ανυπεράσπιστος]] («ο [[πρωθυπουργός]] άφησε έκθετο τον υπουργό του»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που τοποθετείται στην ύπαιθρο, έξω από το [[σπίτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προεξέχει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἔκθετον</i><br />ο [[εξώστης]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκθετος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[βρέφος]]) αυτός που εγκαταλείφθηκε<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το έκθετο</i><br />εγκαταλελειμμένο [[παιδί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αφέθηκε στην [[επίδραση]] εξωτερικού παράγοντα («ἐκθετος στον αέρα»)<br /><b>2.</b> [[ανυπεράσπιστος]] («ο [[πρωθυπουργός]] άφησε έκθετο τον υπουργό του»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που τοποθετείται στην ύπαιθρο, έξω από το [[σπίτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προεξέχει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἔκθετον</i><br />ο [[εξώστης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔκθετος:''' -ον ([[ἐκτίθημι]]), εκτεθειμένος, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 18:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκθετος Medium diacritics: ἔκθετος Low diacritics: έκθετος Capitals: ΕΚΘΕΤΟΣ
Transliteration A: ékthetos Transliteration B: ekthetos Transliteration C: ekthetos Beta Code: e)/kqetos

English (LSJ)

ον,

   A sent out of the house, sent away, E.Andr.70 ; exposed, of a child, Act.Ap. 7.19, Man.6.52 ; cast away, Hsch.    II projecting, salient, Sor.1.68; opp. κρυπτός, Heliod.(?)ap.Orib.49.4.23.    b neut., ἔκθετον, τό, = ἐκθέτης, Al.Ez.42.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκθετος: -ον, ὁ ἐκτεθείς, ὁ τεθεὶς ἔξω, ὁ ἐκριφθείς, ἐπὶ ἐκτιθεμένων βρεφῶν ἢ παίδων, ἔκθετος γόνος Εὐρ. Ἀνδρ. 70· «ἔκθετα· ἐκριπτόμενα» Ἡσυχ.· ἔκθετον βρέφος Μανέθ. 6. 52, ἔκθετα τέκνα 97, ἔκθετοι ἐκ πατρὸς οἴκων 63.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
exposé.
Étymologie: ἐκτίθημι.

Spanish (DGE)

-ον
I de pers.
1 expulsado, exiliado γόνος E.Andr.70, ἔκθετοι ἢ αἰχμάλωτοι Vett.Val.101.8.
2 de hijos expósito, abandonado βρέφη Act.Ap.7.19, τέκνα Man.6.97, cf. 52, 63, Hsch.
II 1saliente ἄξων Sor.2.1.41
que sobresale op. κρυπτός Heliod.(?) en Orib.49.4.22, 23.
2 arq., subst. τὸ ἔ. balcón o galería Al.Ez.42.3.
3 subst. τὰ ἔκθετα sent. dud., quizá frutos expuestos al sol, frutos secados quizá dátiles PSoterichos 4.18 (I d.C.) en BL 9.323.
III 1subst. ἡ ἔ. asignación, suma o cantidad asignada, PHeid.414.8, 38 (II a.C.).
2 publicado, expuesto en lugar público ἐκθέτου οὔσης τῆς προθέσεως SB 5252.19 (I d.C.).

English (Strong)

from ἐκ and a derivative of τίθημι; put out, i.e. exposed to perish: cast out.

English (Thayer)

ἐκθετον (ἐκτίθημι), cast out, exposed: ποιεῖν ἔκθετα (equivalent to ἐκτιθεναι) τά βρέφη, Euripides, Andr. 70; (Manetho, apoteles. 6,52).)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκθετος, -ον)
1. (για βρέφος) αυτός που εγκαταλείφθηκε
2. το ουδ. ως ουσ. το έκθετο
εγκαταλελειμμένο παιδί
νεοελλ.
1. αυτός που αφέθηκε στην επίδραση εξωτερικού παράγοντα («ἐκθετος στον αέρα»)
2. ανυπεράσπιστος («ο πρωθυπουργός άφησε έκθετο τον υπουργό του»)
αρχ.-μσν.
αυτός που τοποθετείται στην ύπαιθρο, έξω από το σπίτι
αρχ.
1. αυτός που προεξέχει
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἔκθετον
ο εξώστης.

Greek Monotonic

ἔκθετος: -ον (ἐκτίθημι), εκτεθειμένος, σε Ευρ.