καταβρίθω: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταβρίθω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] πολύ [[βαριά]] φορτωμένος («εἰροκόποι δ' ὄϊες μαλλοῑς καταβεβρίθασι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταβαρύνω]], [[καταπιέζω]] («ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταστρατηγώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βρίθω]] «[[είμαι]] [[γεμάτος]]»].
|mltxt=[[καταβρίθω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] πολύ [[βαριά]] φορτωμένος («εἰροκόποι δ' ὄϊες μαλλοῑς καταβεβρίθασι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταβαρύνω]], [[καταπιέζω]] («ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταστρατηγώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βρίθω]] «[[είμαι]] [[γεμάτος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταβρίθω:''' [ῑ], μέλ. <i>-βρίσω</i>, παρακ. <i>-βέβρῑθα</i>·<br /><b class="num">I.</b> αμτβ., πιέζομαι ή βαρύνομαι ισχυρά, [[δυνατά]] από [[κάτι]], με δοτ., σε Ησίοδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[ζυγίζω]] περισσότερο από [[κάτι]] [[άλλο]], [[υπερβαίνω]] σε [[βάρος]], έχω μεγαλύτερη [[επιρροή]], <i>ὄλβῳ κ. βασιλῆας</i>, σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 18:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβρίθω Medium diacritics: καταβρίθω Low diacritics: καταβρίθω Capitals: ΚΑΤΑΒΡΙΘΩ
Transliteration A: katabríthō Transliteration B: katabrithō Transliteration C: katavritho Beta Code: katabri/qw

English (LSJ)

[ῑ], intr.,

   A to be heavily laden, weighed down by a thing, ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι Hes.Op.234; ὄρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔραζε Theoc.7.146.    II trans., weigh down, outweigh, ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Id.17.95.

German (Pape)

[Seite 1341] durch eine Last niederdrücken, überwiegen, ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Theocr. 17, 95. – Perf. καταβέβριθα, schwer belastet sein, τινί, Hes. O. 236; so auch praes., Theocr. 7, 146.

Greek (Liddell-Scott)

καταβρίθω: ῑ: μέλλ. -βρίσω, ἀμεταβ., βαρέως πιέζομαι ὑπό τινος, καταβαρύνομαι, ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι, «ὑπὸ τῶν μαλλῶν καταβαροῦνται» (Μοσχόπουλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 232· ὅρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔρασδε, «οἱ δὲ κλάδοι ἐκλίνοντο εἰς τὴν γῆν βραβύλοις καταβαρούμενοι» (Σχόλ.), Θεόκρ. 7. 146. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑπερτερῶ κατὰ τὸ βάρος, εἶμαι ὑπέρτερος, ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Θεόκρ. 17. 95 (ὡς ἔχουσιν Ἀντίγραφά τινα· κοινῶς καταβεβρίθει).

French (Bailly abrégé)

1 tr. accabler sous le poids, vaincre, surpasser;
2 intr. être accablé sous le poids.
Étymologie: κατά, βρίθω.

Greek Monolingual

καταβρίθω (Α)
1. είμαι πολύ βαριά φορτωμένος («εἰροκόποι δ' ὄϊες μαλλοῑς καταβεβρίθασι», Ησίοδ.)
2. καταβαρύνω, καταπιέζω («ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας», Θεόκρ.)
3. καταστρατηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βρίθω «είμαι γεμάτος»].

Greek Monotonic

καταβρίθω: [ῑ], μέλ. -βρίσω, παρακ. -βέβρῑθα·
I. αμτβ., πιέζομαι ή βαρύνομαι ισχυρά, δυνατά από κάτι, με δοτ., σε Ησίοδ., Θεόκρ.
II. μτβ., ζυγίζω περισσότερο από κάτι άλλο, υπερβαίνω σε βάρος, έχω μεγαλύτερη επιρροή, ὄλβῳ κ. βασιλῆας, σε Θεόκρ.