χειροτέχνης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που κατασκευάζει χειροτεχνήματα, που φιλοτεχνεί έργα με το [[χέρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεχνίτης]], [[χειρώνακτας]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον αρχιτέκτονα, τον πολιτικό, τον φιλόσοφο<br /><b>2.</b> [[δούλος]] ο [[οποίος]] με την [[εργασία]] του απέφερε [[εισόδημα]] στον κύριό του<br /><b>3.</b> [[έμπειρος]], [[πεπειραμένος]] («τίς ὁ [[χειροτέχνης]] ἱστορίας;», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τέχνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἰατρο</i>-<i>τέχνης</i>].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που κατασκευάζει χειροτεχνήματα, που φιλοτεχνεί έργα με το [[χέρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεχνίτης]], [[χειρώνακτας]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον αρχιτέκτονα, τον πολιτικό, τον φιλόσοφο<br /><b>2.</b> [[δούλος]] ο [[οποίος]] με την [[εργασία]] του απέφερε [[εισόδημα]] στον κύριό του<br /><b>3.</b> [[έμπειρος]], [[πεπειραμένος]] («τίς ὁ [[χειροτέχνης]] ἱστορίας;», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τέχνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἰατρο</i>-<i>τέχνης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χειροτέχνης:''' -ου, ὁ, αυτός που εργάζεται με τα χέρια, [[τεχνίτης]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· τίς ὁ [[χειροτέχνης]] ἰατορίας; [[ποιος]] είναι ο [[επιδέξιος]] [[γιατρός]]; σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 19:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροτέχνης Medium diacritics: χειροτέχνης Low diacritics: χειροτέχνης Capitals: ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΗΣ
Transliteration A: cheirotéchnēs Transliteration B: cheirotechnēs Transliteration C: cheirotechnis Beta Code: xeirote/xnhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A handicraftsman, artisan, Hdt.2.167, Ar.Pl.533 (anap.), 617 anap.), Th.6.72, Pl.R.597a, PBremen48.27 (ii A.D.), etc.; opp. ἀρχιτέκτων, Arist.Metaph.981a31; of slaves who brought in income to their owner, X.Mem.3.11.4; φαύλους καὶ χ. Pl.R.405a; opp. φιλόσοφοι, X.Vect.5.4;opp. πολιτικοί, Plb.10.17.6; τίς ὁ χ. ἰατορίας . .; who is the expert in surgery . .? S.Tr.1000 (anap.), cf. Hp.VM7; πολέμον χ. Plu.Comp.Lyc.Num.2.

German (Pape)

[Seite 1346] ὁ, Handarbeiter, Handwerker, Künstler; Ar. Plut. 533. 617; Her. 2, 167; Thuc. 6, 72. 7, 27; Plat. Prot. 328 a; τὰ τοῦ κλινουργοῦ ἔργα ἢ ἄλλου τινὸς χειροτέχνου Rep. X, 597 a; Sp., Pol. 10, 17, 6, πολέμου Plut. Lyc. 4 Compar. Lyc. et Num. 2; ἰατορίας, der Chirurg oder Wundarzt, Soph. Tr. 996.

Greek (Liddell-Scott)

χειροτέχνης: -ου, ὁ, ὁ διὰ τῶν χειρῶν ἐργαζόμενος, τεχνίτης, χειρῶναξ, Ἡρόδ. 2. 167, Ἀριστοφ. Πλ. 534. 617, Θουκ. 6. 72, Πλάτ., κλπ.· ἀντίθετ. τῷ ἀρχιτέκτων, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 17· - οἱ χειροτέχναι ἦσαν δοῦλοι ἐργαζόμενοι ὑπὲρ τοῦ δεσπότου αὐτῶν καὶ φέροντες αὐτῷ εἰσόδημα, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 4· χ. καὶ φαύλους Πλάτ. Πολ. 405Α ἀντίθετ. τῷ φιλόσοφοι, Ξεν. Πόροι 5,4· τῷ πολιτικοί, Πολύβ. 10. 17, 6· τίς ὁ χ. ἰατορίας …; τίς ὁ πεπειραμένος ἰατρός; Σοφ. Τρ. 1002, πρβλ. Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 8. - Ἐπίρρ. -τέχνως, Πολυδ. Β΄, 148.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui exerce un art manuel ; artiste, artisan ; ἰατορίας SOPH qui pratique l’art de guérir ; fig. πολέμου PLUT artisan ou auteur d’une guerre.
Étymologie: χείρ, τέχνη.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αυτός που κατασκευάζει χειροτεχνήματα, που φιλοτεχνεί έργα με το χέρι
αρχ.
1. τεχνίτης, χειρώνακτας, σε αντιδιαστολή προς τον αρχιτέκτονα, τον πολιτικό, τον φιλόσοφο
2. δούλος ο οποίος με την εργασία του απέφερε εισόδημα στον κύριό του
3. έμπειρος, πεπειραμένος («τίς ὁ χειροτέχνης ἱστορίας;», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. ἰατρο-τέχνης].

Greek Monotonic

χειροτέχνης: -ου, ὁ, αυτός που εργάζεται με τα χέρια, τεχνίτης, σε Αριστοφ. κ.λπ.· τίς ὁ χειροτέχνης ἰατορίας; ποιος είναι ο επιδέξιος γιατρός; σε Σοφ.