χρυσομίτρης: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(47c)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χρυσεομίτρης]], ὁ, και δωρ. τ. χρυσομίτρας και χρυσεομίτρας, θηλ. [[χρυσομίτρη]] και χρυσεομίτρα, Α<br /><b>1.</b> (το αρσ. ως [[προσωνυμία]] του Διονύσου) αυτός που φορεί [[χρυσή]] [[μίτρα]]<br /><b>2.</b> [[χρυσόδετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- / <i>χρυσεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μίτρης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μίτρα]] / <i>μίτρη</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αἰολο</i>-<i>μίτρης</i>].
|mltxt=και [[χρυσεομίτρης]], ὁ, και δωρ. τ. χρυσομίτρας και χρυσεομίτρας, θηλ. [[χρυσομίτρη]] και χρυσεομίτρα, Α<br /><b>1.</b> (το αρσ. ως [[προσωνυμία]] του Διονύσου) αυτός που φορεί [[χρυσή]] [[μίτρα]]<br /><b>2.</b> [[χρυσόδετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- / <i>χρυσεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μίτρης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μίτρα]] / <i>μίτρη</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αἰολο</i>-<i>μίτρης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσομίτρης:''' -ου, Δωρ. -μίτρας, -α, ὁ ([[μίτρα]]), αυτός που [[φορά]] [[μίτρα]] ή [[στέμμα]] από χρυσό, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 19:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρυσομίτρης Medium diacritics: χρυσομίτρης Low diacritics: χρυσομίτρης Capitals: ΧΡΥΣΟΜΙΤΡΗΣ
Transliteration A: chrysomítrēs Transliteration B: chrysomitrēs Transliteration C: chrysomitris Beta Code: xrusomi/trhs

English (LSJ)

ου, Dor. χρυσο-μίτρας, α, ὁ,

   A with girdle or headband of gold, epith. of Dionysus, S.OT209 (lyr.); pecul. fem. -μίτρη, of Phoebe, Opp. C.2.2.    2 gold-bound, πίνακες Hippoloch. ap. Ath.4.130b.

German (Pape)

[Seite 1381] ὁ, mit goldenem Gürtel, goldener Hauptbinde, übh. mit goldener Einfassung; so heißt Bacchus, Soph. O. R. 209; πίνακες Ath. IV, 130 b.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσομίτρης: -ου, Δωρ. -μίτρας, α, ὁ ,ὁ φορῶν χρυσῆν μίτραν, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Σοφ. Ο. Τ. 209· ἰδιότυπον θηλ. -μίτρη, ἐπὶ τῆς Φοίβης, Ὀππ. Κυνηγ. 2. 2. 2) ὁ διὰ χρυσοῦ δεδεμένος, χρυσόδετος, πίνακες Ἱππόλοχος παρ’ Ἀθην. 130Β.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
au bandeau d’or ou à la mitre d’or.
Étymologie: χρυσός, μίτρα.

Spanish

de aúrea corona

Greek Monolingual

και χρυσεομίτρης, ὁ, και δωρ. τ. χρυσομίτρας και χρυσεομίτρας, θηλ. χρυσομίτρη και χρυσεομίτρα, Α
1. (το αρσ. ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που φορεί χρυσή μίτρα
2. χρυσόδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -μίτρης (< μίτρα / μίτρη), πρβλ. αἰολο-μίτρης].

Greek Monotonic

χρῡσομίτρης: -ου, Δωρ. -μίτρας, -α, ὁ (μίτρα), αυτός που φορά μίτρα ή στέμμα από χρυσό, σε Σοφ.