μαλακίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
(24)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[μαλακίζομαι]]) [[μαλακός]]<br />[[αυνανίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] βλακώδεις ενέργειες<br /><b>2.</b> [[περνώ]] άσκοπα τον καιρό μου<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> <i>μαλακίζω</i><br />αυνανίζω κάποιον<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>μαλακισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αποβλακωμένος από τον αυνανισμό<br />β) [[βλάκας]], [[ηλίθιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> [[κραδαίνω]], [[σείω]]<br /><b>2.</b> [[χαϊδεύω]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[ήρεμος]], [[πράος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[νωθρός]], [[εξασθενώ]] («τῶνδε δὲ [[οὔτε]] πλούτου τις τὴν ἔτι ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη [[οὔτε]] πενίας ἐλπίδι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ησυχάζω]], καταπραΰνομαι, [[μαλακώνω]] («[[οὕτως]] ἀκούσας παρευθὺς ὁ Ἀχιλλεὺς τοὺς λόγους, ἐμαλακίσθη τὴν ψυχήν, ἔπαυσε τοῡ πολέμου», Διήγ. Αχιλλ.)<br /><b>3.</b> [[ασθενώ]], [[αδιαθετώ]] («καὶ ἐὰν γῆν ἐσθίῃ [ὁ [[ἐλέφας]]], μαλακίζεται», <b>Αριστοτ.</b>)·
|mltxt=(AM [[μαλακίζομαι]]) [[μαλακός]]<br />[[αυνανίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] βλακώδεις ενέργειες<br /><b>2.</b> [[περνώ]] άσκοπα τον καιρό μου<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> <i>μαλακίζω</i><br />αυνανίζω κάποιον<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>μαλακισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αποβλακωμένος από τον αυνανισμό<br />β) [[βλάκας]], [[ηλίθιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> [[κραδαίνω]], [[σείω]]<br /><b>2.</b> [[χαϊδεύω]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[ήρεμος]], [[πράος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[νωθρός]], [[εξασθενώ]] («τῶνδε δὲ [[οὔτε]] πλούτου τις τὴν ἔτι ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη [[οὔτε]] πενίας ἐλπίδι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ησυχάζω]], καταπραΰνομαι, [[μαλακώνω]] («[[οὕτως]] ἀκούσας παρευθὺς ὁ Ἀχιλλεὺς τοὺς λόγους, ἐμαλακίσθη τὴν ψυχήν, ἔπαυσε τοῡ πολέμου», Διήγ. Αχιλλ.)<br /><b>3.</b> [[ασθενώ]], [[αδιαθετώ]] («καὶ ἐὰν γῆν ἐσθίῃ [ὁ [[ἐλέφας]]], μαλακίζεται», <b>Αριστοτ.</b>)·
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾰλᾰκίζομαι:''' μέλ. <i>μαλακισθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμαλακίσθην</i> και σε Μέσ. <i>ἐμαλακισάμην</i> ([[μαλακός]])·<br /><b class="num">1.</b> [[γίνομαι]] [[μαλθακός]], εκθηλύνομαι (φέρομαι σαν [[γυναίκα]]), [[επιδεικνύω]] [[αδυναμία]] ή [[δειλία]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[μαλακώνω]], κατευνάζομαι, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 19:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκίζομαι Medium diacritics: μαλακίζομαι Low diacritics: μαλακίζομαι Capitals: ΜΑΛΑΚΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: malakízomai Transliteration B: malakizomai Transliteration C: malakizomai Beta Code: malaki/zomai

English (LSJ)

fut.

   A μαλακισθήσομαι D.C.38.18: aor. ἐμαλακίσθην Th.2.42, al., Pl.Sph.267a, D.24.175: less freq. in med. form ἐμαλακισάμην, X.Ap.33, Cyr.4.2.21:—to be softened or made effeminate, show weakness or cowardice, οὔτε πλούτου τις . . ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη, οὔτε πενίας ἐλπίδι Th.l.c.; of soldiers, μὴ ὄντος χωρίου . . ὅποι ἂν μαλακισθέντες σωθείητε Id.7.77; κἂν αὐτὸς μαλακίζηται X. Cyr.2.3.3; μ. πρὸς τὸν θάνατον meet death like a weakling, Id.Ap. l.c.    2 to be softened, appeased, Th.6.29; πρὸς τὸ παρόν Id.3.40.    3 to be weakly, Arist.HA605a25, Thphr.Char.1.4, PSI4.420.16 (iii B. C.), SIG2850.24 (Delph., ii B. C.): acc. to Phot. applied to men in Att., opp. ἀσθενεῖν, of women, but this is not so; cf. Alciphr. 2.1.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκίζομαι: μέλλ. μαλακισθήσομαι, Δίων Κ. 38. 18· ἀόρ. ἐμαλακίσθην, συχνάκις παρὰ Θουκ., Πλάτ. Σοφ. 267Α, Δημ· σπανιώτερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἐμαλακισάμην, Ξεν. Ἀπολ. 33, Κύρ. 4. 2, 21. Χαυνοῦμαι, ἐκθηλύνομαι, δεικνύω ἀδυναμίαν ἢ δειλίαν, οὔτε πλούτου τις... ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη, οὔτε πενίας ἐλπίδι Θουκ. 2. 42· ἐπὶ στρατιωτῶν, μὴ ὄντος χωρίου ἐγγύς, ὅποι ἂν μαλακισθέντες σωθείητε ὁ αὐτ. 7. 77· κἂν αὐτὸς μαλακίζηται Ξεν. Κύρ. 2. 3, 3· μαρτ. πρὸς τὸν θάνατον, δεικνύω δειλίαν πρὸς τὸν θάνατον, τὸν φοβοῦμαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολογ. 33· - περὶ τοῦ Δημ. 120. 7, ἴδε ἐν λέξ. μαλκίω. 2) γίνομαι μαλακώτερος, ἠπιώτερος, πραΰνομαι, Θουκ. 6. 29· πρὸς τὸ παρὸν ὁ αὐτ. 3. 40· πρβλ. Valck. ἐν Ἱππ. 303. 3) εἶμαι ἀσθενής, ἀδύνατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 26, 1, Θεοφρ. Χαρακτ. 1, κτλ.· ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας οἱ Γραμματικοὶ περιορίζουσι τὸ μὲν μαλακίζεσθαι εἰς τὰς γυναῖκας, τὸ δὲ ἀσθενεῖν εἰς τοὺς ἄνδρας· ἀλλ’ ὁ κανὼν πολὺ ἀπέχει τοῦ ἀπαραβάτου, Λοβεκ. Φρύν. 389. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαλακίζεσθαι· ἀσθενῶς διακεῖσθαι, νοσηλεύεσθαι». 4) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας: α) εἶμαι μαλακὸς = κίναιδος, Κύριλλ. Ἀλ. Χ, 1108C. β) ὡς καὶ νῦν, κάμνω μαλακίαν, αὐνανίζομαι, Ἰωάνν. ὁ Νηστευτὴς 1904C. ΙΙ. Ἐνεργ. μαλακίζω, μόνον παρὰ μεταγεν. ὡς Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

(AM μαλακίζομαι) μαλακός
αυνανίζομαι
νεοελλ.
1. κάνω βλακώδεις ενέργειες
2. περνώ άσκοπα τον καιρό μου
3. ενεργ. μαλακίζω
αυνανίζω κάποιον
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαλακισμένος, -η, -ο
α) αποβλακωμένος από τον αυνανισμό
β) βλάκας, ηλίθιος
μσν.
1. ενεργ. κραδαίνω, σείω
2. χαϊδεύω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ήρεμος, πράος
μσν.-αρχ.
1. είμαι ή γίνομαι νωθρός, εξασθενώ («τῶνδε δὲ οὔτε πλούτου τις τὴν ἔτι ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη οὔτε πενίας ἐλπίδι», Θουκ.)
2. ησυχάζω, καταπραΰνομαι, μαλακώνωοὕτως ἀκούσας παρευθὺς ὁ Ἀχιλλεὺς τοὺς λόγους, ἐμαλακίσθη τὴν ψυχήν, ἔπαυσε τοῡ πολέμου», Διήγ. Αχιλλ.)
3. ασθενώ, αδιαθετώ («καὶ ἐὰν γῆν ἐσθίῃ [ὁ ἐλέφας], μαλακίζεται», Αριστοτ.

Greek Monotonic

μᾰλᾰκίζομαι: μέλ. μαλακισθήσομαι, αόρ. αʹ ἐμαλακίσθην και σε Μέσ. ἐμαλακισάμην (μαλακός
1. γίνομαι μαλθακός, εκθηλύνομαι (φέρομαι σαν γυναίκα), επιδεικνύω αδυναμία ή δειλία, σε Θουκ., Ξεν.
2. μαλακώνω, κατευνάζομαι, σε Θουκ.