Ὑπερβόρεοι: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(SL_2)
(6)
Line 15: Line 15:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[Ὑπερβόρεοι]] a [[people]] [[living]] [[far]] to the [[north]] ( (O. 3.31) ), favourites of [[Apollo]], [[from]] whom Herakles [[received]] the [[olive]] shoots, whose leaves were the [[prize]] at [[Olympia]], v. (O. 3.13) ff., (P. 10.31) ff. δᾶμον Ὑπερβορέων πείσαις Ἀπόλλωνος θεράποντα λόγῳ (sc. [[Ἡρακλέης]]) (O. 3.16) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> ναυσὶ δ' [[οὔτε]] πεζὸς [[ἰών]] κεν εὕροις ἐς Ὑπερβορέων ἀγῶνα θαυμαστὰν ὁδόν (P. 10.30) μυρίαι δ' ἔργων [[καλῶν]] τέτμανθ κέλευθοι καὶ [[πέραν]] Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους (τὰ δὲ [[ἑκατέρωθεν]] παρείληφε πέρατα, τὴν σύμπασαν οἰκουμένην θέλων [[εἰπεῖν]] Σ.) (I. 6.23) ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] [[ἄνεμος]] ζαμενὴς ἔμειξ[ (cf. Paus., 10. 5. 9, of the [[second]] Delphic [[temple]] of [[Apollo]]) (Pae. 8.63) v. [[also]] Ἄβαρις, fr. 270.
|sltr=[[Ὑπερβόρεοι]] a [[people]] [[living]] [[far]] to the [[north]] ( (O. 3.31) ), favourites of [[Apollo]], [[from]] whom Herakles [[received]] the [[olive]] shoots, whose leaves were the [[prize]] at [[Olympia]], v. (O. 3.13) ff., (P. 10.31) ff. δᾶμον Ὑπερβορέων πείσαις Ἀπόλλωνος θεράποντα λόγῳ (sc. [[Ἡρακλέης]]) (O. 3.16) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> ναυσὶ δ' [[οὔτε]] πεζὸς [[ἰών]] κεν εὕροις ἐς Ὑπερβορέων ἀγῶνα θαυμαστὰν ὁδόν (P. 10.30) μυρίαι δ' ἔργων [[καλῶν]] τέτμανθ κέλευθοι καὶ [[πέραν]] Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους (τὰ δὲ [[ἑκατέρωθεν]] παρείληφε πέρατα, τὴν σύμπασαν οἰκουμένην θέλων [[εἰπεῖν]] Σ.) (I. 6.23) ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] [[ἄνεμος]] ζαμενὴς ἔμειξ[ (cf. Paus., 10. 5. 9, of the [[second]] Delphic [[temple]] of [[Apollo]]) (Pae. 8.63) v. [[also]] Ἄβαρις, fr. 270.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Ὑπερβόρεοι:''' οἱ ([[Βορέας]]), Υπερβόρειοι, [[φανταστικός]] [[λαός]] του εσχάτου βορρά, που διακρίνονταν για [[ευσέβεια]] και [[ευδαιμονία]], σε Πίνδ., Ηρόδ.· [[τύχη]] [[ὑπερβόρεος]], παροιμ. περισσότερη από την θνητή [[τύχη]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 19:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὑπερβόρεοι Medium diacritics: Ὑπερβόρεοι Low diacritics: Υπερβόρεοι Capitals: ΥΠΕΡΒΟΡΕΟΙ
Transliteration A: Hyperbóreoi Transliteration B: Hyperboreoi Transliteration C: Ypervoreoi Beta Code: *(uperbo/reoi

English (LSJ)

οἱ,

   A the Hyperboreans, a people supposed to live in the extreme north, h.Hom.7.29, Pi.P.10.30, Hdt.4.32 sq., Str.15.1.57.    2 Adj., τύχη ὑπερβόρεος, prov. of more than mortal fortune, A.Ch.373 (anap.). (ὑπερβόρειος is a constant v.l. in codd.; but in the poetic passages ὑπερβόρεος is either necessary or at least admissible, as in Cratin.22, and this form is found in IG22.1636.8.)

Greek (Liddell-Scott)

Ὑπερβόρεοι: οἱ, φανταστός τις λαὸς τῶν βορειοτάτων χωρῶν διακρινόμενος ἐπὶ εὐσεβείᾳ καὶ εὐδαιμονίᾳ, Ὕμν. Ὁμ. 6. 29, Πινδ. ΙΙ. 10. 47, Ἡρόδ. 4. 32 κἑξ.· - τύχη ὑπερβόρεος, παροιμία ἐπὶ εὐτυχίας μεγίστης ἢ ἀσυνήθους καὶ ὑπερανθρώπου, Αἰσχύλ. Χο. 373, ἴδε Στράβ. 711, Tzchuck. Pompon. Mel. σ. 123· - ὑπερβόρειος εἶναι ἡ συνεχῶς ἀπαντῶσα ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις γραφή, ἐνίοτε ἄνευ ἑτέρας· ἀλλ’ ἐν ποιητικοῖς χωρίοις ἡ γραφὴ ὑπερβόρεος ἄλλοτε μὲν εἶναι ἀναγκαία διὰ τὸ μέτρον, ἄλλοτε δὲ εἶναι δυνατή, πρβλ. Meineke εἰς Κρατῖνον ἐν «Δηλιάσι» 5. (Περὶ τῆς ἀρχῆς τῆς λέξεως ἴδε ὄρος, τό).

English (Slater)

Ὑπερβόρεοι a people living far to the north ( (O. 3.31) ), favourites of Apollo, from whom Herakles received the olive shoots, whose leaves were the prize at Olympia, v. (O. 3.13) ff., (P. 10.31) ff. δᾶμον Ὑπερβορέων πείσαις Ἀπόλλωνος θεράποντα λόγῳ (sc. Ἡρακλέης) (O. 3.16)
   1 ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ἐς Ὑπερβορέων ἀγῶνα θαυμαστὰν ὁδόν (P. 10.30) μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους (τὰ δὲ ἑκατέρωθεν παρείληφε πέρατα, τὴν σύμπασαν οἰκουμένην θέλων εἰπεῖν Σ.) (I. 6.23) ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ (cf. Paus., 10. 5. 9, of the second Delphic temple of Apollo) (Pae. 8.63) v. also Ἄβαρις, fr. 270.

Greek Monotonic

Ὑπερβόρεοι: οἱ (Βορέας), Υπερβόρειοι, φανταστικός λαός του εσχάτου βορρά, που διακρίνονταν για ευσέβεια και ευδαιμονία, σε Πίνδ., Ηρόδ.· τύχη ὑπερβόρεος, παροιμ. περισσότερη από την θνητή τύχη, σε Αισχύλ.