δοιή: Difference between revisions

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
(9)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δοιή]], η (Α)<br />[[αμφιβολία]], [[δισταγμός]], [[απορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δοιοί]]. Από την [[έκφραση]] «εν δοιῄ» (Ιλ. Ι, 230) προήλθε και το ρ. [[ενδοιάζω]]].
|mltxt=[[δοιή]], η (Α)<br />[[αμφιβολία]], [[δισταγμός]], [[απορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δοιοί]]. Από την [[έκφραση]] «εν δοιῄ» (Ιλ. Ι, 230) προήλθε και το ρ. [[ενδοιάζω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δοιή:''' ἡ ([[δύο]]), [[αμφιβολία]], [[αμηχανία]], [[μπέρδεμα]], [[δισταγμός]], <i>ἐν δοιῇ</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 19:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοιή Medium diacritics: δοιή Low diacritics: δοιή Capitals: ΔΟΙΗ
Transliteration A: doiḗ Transliteration B: doiē Transliteration C: doii Beta Code: doih/

English (LSJ)

ἡ,

   A doubt, perplexity, ἐν δοιῇ Il.9.230, Call.Jov.5, Antag.1.1. (Cf. Skt. dat. sg. dvayyái (dvayī´ 'duality').)

German (Pape)

[Seite 651] ἡ, Zweifel; s. δοιός.

Greek (Liddell-Scott)

δοιή: ἡ, ἀμφιβολία, δυσκολία, δισταγμός, ἀπορία, ἐν δοιῇ Ἰλ. Ι. 230, Καλλ. εἰς Δία 5. (Ἴδε ἐν λ. δύο).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
dans la loc. ἐν δοιῇ (εἶναι) être en doute.
Étymologie: fém. de δοιός.

English (Autenrieth)

only ἐν δοιῇ, in perplexity, Il. 9.230.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
duda, perplejidad ἐν δοιῇ Il.9.230, Call.Iou.5, Antag.1.1.

• Etimología: Cf. δοιός, c. identificación de las ideas de ‘división’ y ‘duda’, cf. tb. δείδω.

Greek Monolingual

δοιή, η (Α)
αμφιβολία, δισταγμός, απορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοιοί. Από την έκφραση «εν δοιῄ» (Ιλ. Ι, 230) προήλθε και το ρ. ενδοιάζω].

Greek Monotonic

δοιή: ἡ (δύο), αμφιβολία, αμηχανία, μπέρδεμα, δισταγμός, ἐν δοιῇ, σε Ομήρ. Ιλ.