ἐπιδίζημαι: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιδίζημαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εξετάζω]], [[ζητώ]] να πληροφορηθώ («ἐπιδίζηται δὲ δὴ τὸ ἐντεῡθεν ἡμῑν ὁ [[λόγος]] τον τε Κῡρον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απαιτώ]], [[ζητώ]] επί [[πλέον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[δίζημαι]] «[[ψάχνω]], [[ερευνώ]]»].
|mltxt=[[ἐπιδίζημαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εξετάζω]], [[ζητώ]] να πληροφορηθώ («ἐπιδίζηται δὲ δὴ τὸ ἐντεῡθεν ἡμῑν ὁ [[λόγος]] τον τε Κῡρον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απαιτώ]], [[ζητώ]] επί [[πλέον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[δίζημαι]] «[[ψάχνω]], [[ερευνώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιδίζημαι:''' αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[ερευνώ]] [[επιπλέον]], [[προχωρώ]] [[παραπέρα]] στην [[εξερεύνηση]], σε Ηρόδ.·<br /><b class="num">2.</b> [[ψάχνω]] για [[κάτι]] ή αιτούμαι [[επιπλέον]], στον ίδ.· ομοίως και, [[ἐπιδίζομαι]], σε Μόσχ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδίζημαι Medium diacritics: ἐπιδίζημαι Low diacritics: επιδίζημαι Capitals: ΕΠΙΔΙΖΗΜΑΙ
Transliteration A: epidízēmai Transliteration B: epidizēmai Transliteration C: epidizimai Beta Code: e)pidi/zhmai

English (LSJ)

   A inquire besides, go on to inquire, Hdt.1.95.    2. seek for or demand besides, Id.5.106: so ἐπιδίζομαι Mosch.2.28.

German (Pape)

[Seite 938] (s. δίζημαι), noch dazu suchen, forschen, verlangen, Her. 1, 95. 5, 106.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 rechercher en outre;
2 demander en outre.
Étymologie: ἐπί, δίζημαι.

Greek Monolingual

ἐπιδίζημαι (Α)
1. εξετάζω, ζητώ να πληροφορηθώ («ἐπιδίζηται δὲ δὴ τὸ ἐντεῡθεν ἡμῑν ὁ λόγος τον τε Κῡρον», Ηρόδ.)
2. απαιτώ, ζητώ επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δίζημαι «ψάχνω, ερευνώ»].

Greek Monotonic

ἐπιδίζημαι: αποθ.,
1. ερευνώ επιπλέον, προχωρώ παραπέρα στην εξερεύνηση, σε Ηρόδ.·
2. ψάχνω για κάτι ή αιτούμαι επιπλέον, στον ίδ.· ομοίως και, ἐπιδίζομαι, σε Μόσχ.