νόμευμα: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(27) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νόμευμα]], τὸ (Α) [[νομεύω]]<br />[[ποίμνιο]], [[αγέλη]]. | |mltxt=[[νόμευμα]], τὸ (Α) [[νομεύω]]<br />[[ποίμνιο]], [[αγέλη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νόμευμα:''' -ατος, τό ([[νομεύω]]), αυτό που βόσκει, δηλ. [[κοπάδι]], [[αγέλη]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A flock, herd, εὐπόκοις νομεύμασιν A.Ag.1416.
German (Pape)
[Seite 259] τό, das Geweidete, die Heerde, μήλων, Aesch. Ag. 1390.
Greek (Liddell-Scott)
νόμευμα: τό, βόσκημα, δηλ. ποίμνιον ἢ ἀγέλη, εὐπόκοις νομεύμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1416: οὐδαμοῦ ἄλλοθι εὕρηται.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
troupeau paissant.
Étymologie: νομεύω.
Greek Monolingual
νόμευμα, τὸ (Α) νομεύω
ποίμνιο, αγέλη.
Greek Monotonic
νόμευμα: -ατος, τό (νομεύω), αυτό που βόσκει, δηλ. κοπάδι, αγέλη, σε Αισχύλ.