ἐντριβής: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐντριβής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[έμπειρος]], [[πεπειραμένος]], εξασκημένος, [[ειδικός]], δοκιμασμένος, [[δόκιμος]] (μτφ. από τα κράματα που έτριβαν [[πάνω]] στη λυδία λίθο, για να ελέγξουν την καθαρότητά τους σε χρυσό)<br />(α. «[[είναι]] [[εντριβής]] [[φιλόλογος]]» β. «πρὶν ἄν ἀρχαῑς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῆ» — [[πριν]] αποδειχθεί [[έμπειρος]], [[πριν]] δοκιμαστεί, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για δρόμο) [[πεπατημένος]], [[πολύχρηστος]] («ὁδὸς [[ἐντριβής]]» — πολυχρησιμοποιημένη, πεπατημένη, Aππ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[συνηθισμένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐντριβῶς</i> (Μ)<br />με [[γνώση]], με [[πείρα]], ειδημόνως.
|mltxt=-ές (AM [[ἐντριβής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[έμπειρος]], [[πεπειραμένος]], εξασκημένος, [[ειδικός]], δοκιμασμένος, [[δόκιμος]] (μτφ. από τα κράματα που έτριβαν [[πάνω]] στη λυδία λίθο, για να ελέγξουν την καθαρότητά τους σε χρυσό)<br />(α. «[[είναι]] [[εντριβής]] [[φιλόλογος]]» β. «πρὶν ἄν ἀρχαῑς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῆ» — [[πριν]] αποδειχθεί [[έμπειρος]], [[πριν]] δοκιμαστεί, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για δρόμο) [[πεπατημένος]], [[πολύχρηστος]] («ὁδὸς [[ἐντριβής]]» — πολυχρησιμοποιημένη, πεπατημένη, Aππ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[συνηθισμένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐντριβῶς</i> (Μ)<br />με [[γνώση]], με [[πείρα]], ειδημόνως.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐντρῐβής:''' -ές, μεταφ. από τη λυδία λίθο, αυτός που δοκιμάζεται με [[τρίψιμο]], δοκιμασμένος, [[έμπειρος]] σε [[κάτι]], με δοτ., σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντρῐβής Medium diacritics: ἐντριβής Low diacritics: εντριβής Capitals: ΕΝΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: entribḗs Transliteration B: entribēs Transliteration C: entrivis Beta Code: e)ntribh/s

English (LSJ)

ές, metaph. from the touchstone,

   A proved by rubbing, versed or practised in, ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐ. S.Ant.177; τέχνῃ Pl.Lg.769b; περί τι Isoc.15.187; πληγῶν Sch.Il.11.559.    2 ἐ. ὁδός beaten track, App.Hann.4.

German (Pape)

[Seite 858] ές, an Etwas gerieben, geübt worin; πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ Soph. Ant. 177; τῇ τοιαύτῃ τέχνῃ Plat. Legg. VI, 769 b; Sp.; ἐντριβεῖς γενέσθαι καὶ γυμνασθῆναι vrbdt Isocr. – Sp. auch τινός, wie πληγῶν Schol. Il. 11, 559. – Adv. ἐντριβῶς, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντρῐβής: -ές, μεταφ. ἐκ τῆς λυδίας λίθου, ἐν ᾗ ἐντριβόμενος δοκιμάζεται ὁ χρυσός, δεδοκιμασμένος ἔν τινι, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ Σοφ. Ἀντιγ. 177· ἐντριβής, ἔμπειρος, ἐπεὶ ἐντριβής γε οὐδαμῶς γέγονα τῇ τοιαύτῃ τέχνῃ Πλάτ. Νόμοι 789Β· ἐντριβεῖς γενέσθαι... περὶ τὴν χρείαν καὶ τὴν ἐμπειρίαν αὐτῶν Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 187· τινὸς Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 559· πρβλ. παρατρίβω.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
frotté sur ; rompu à, expert : τινι, περί τι en qch.
Étymologie: ἐντρίβω.

Spanish (DGE)

(ἐντρῐβής) -ές
1 de pers. experimentado en, experto en c. dat. ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐ. S.Ant.177, τῇ τοιαύτῃ τέχνῃ Pl.Lg.769b, c. compl. prep. περὶ τὴν χρείαν Isoc.15.187, εἰς μίμησιν τῷ παιδί ... ἤδη ἐντριβεστέρῳ Clem.Al.Strom.6.17.160, c. gen. πληγῶν Sch.Er.Il.11.559b
neutr. subst. τὸ ἐ. experiencia τὸ ἐν λόγοις ἐ. Cyr.Al.M.70.757D.
2 de cosas y abstr. usado, frecuentado ἐ. ὁδός camino trillado, muy usado App.Hann.4, Max.Tyr.6.2, cf. Cyr.Al.Luc.1.29.19
fig. usado, familiar, acostumbrado οὐκ ἔστιν ἡ πρώτη σύνταξις ἐντριβεστέρα χωρὶς ἄρθρων λεγομένη A.D.Synt.69.1, ῥῆμα Cyr.Al.Luc.2.117.27, ἡ τοῖς πατράσιν ἐ. ... εὐσεβεία Cyr.Al.M.71.40B, cf. 68.537.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐντριβής, -ές)
1. έμπειρος, πεπειραμένος, εξασκημένος, ειδικός, δοκιμασμένος, δόκιμος (μτφ. από τα κράματα που έτριβαν πάνω στη λυδία λίθο, για να ελέγξουν την καθαρότητά τους σε χρυσό)
(α. «είναι εντριβής φιλόλογος» β. «πρὶν ἄν ἀρχαῑς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῆ» — πριν αποδειχθεί έμπειρος, πριν δοκιμαστεί, Σοφ.)
2. (για δρόμο) πεπατημένος, πολύχρηστος («ὁδὸς ἐντριβής» — πολυχρησιμοποιημένη, πεπατημένη, Aππ.)
μσν.
συνηθισμένος.
επίρρ...
ἐντριβῶς (Μ)
με γνώση, με πείρα, ειδημόνως.

Greek Monotonic

ἐντρῐβής: -ές, μεταφ. από τη λυδία λίθο, αυτός που δοκιμάζεται με τρίψιμο, δοκιμασμένος, έμπειρος σε κάτι, με δοτ., σε Σοφ.