χοροστασία: Difference between revisions

From LSJ

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. χοροστασίη Α [[χοροστάτης]]<br /><b>1.</b> η [[σύσταση]] και η [[εκτέλεση]] χορού<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[χορός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>εκκλ.</b> η [[παρουσία]] αρχιερέα στη [[θεία]] [[λειτουργία]].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. χοροστασίη Α [[χοροστάτης]]<br /><b>1.</b> η [[σύσταση]] και η [[εκτέλεση]] χορού<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[χορός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>εκκλ.</b> η [[παρουσία]] αρχιερέα στη [[θεία]] [[λειτουργία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χοροστᾰσία:''' ποιητ. —ίη, ἡ ([[ἵστημι]]), [[σύσταση]] χορού· γενικά, [[χορός]], όρχηση, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοροστᾰσία Medium diacritics: χοροστασία Low diacritics: χοροστασία Capitals: ΧΟΡΟΣΤΑΣΙΑ
Transliteration A: chorostasía Transliteration B: chorostasia Transliteration C: chorostasia Beta Code: xorostasi/a

English (LSJ)

poet. χοροστασίη, ἡ,

   A institution of choruses: generally, chorus, dance, AP.7.613.6 (Diog.), 9.603 (Antip.): pl., Call.Lav.Pall.66, IG14.1389 i 58.

German (Pape)

[Seite 1367] ἡ, das Anstellen von Chören u. Reigentänzen, die damit begangene Feier, übh. Tanz, Reigen; oft in der Anth.: χοροστασίης ἔργα Antp. χοροστασίην ἄγειν Leontius 6 (Plan. 284).

Greek (Liddell-Scott)

χοροστᾰσία: ἡ, σύστασις χορῶν· καθόλου, χορός, ὄρχησις, Ἀνθ. Παλατ. 7. 613., 9. 603· ἐν τῷ πληθ., Καλλ. ἐν Λουτρ. Παλλ. 66, Συλλ. Ἐπιγρ. 6280Β. 58. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
formation de chœurs ; chœur, danse.
Étymologie: χοροστάτης.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. χοροστασίη Α χοροστάτης
1. η σύσταση και η εκτέλεση χορού
2. (κατ' επέκτ.) χορός
νεοελλ.
εκκλ. η παρουσία αρχιερέα στη θεία λειτουργία.

Greek Monotonic

χοροστᾰσία: ποιητ. —ίη, ἡ (ἵστημι), σύσταση χορού· γενικά, χορός, όρχηση, σε Ανθ.