παρίζω: Difference between revisions
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
(31) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[παραΐζω]] και αιολ. τ. παρίσδω, Α<br /><b>1.</b> (το ενεργ<br />και το μέσ.) [[κάθομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[παρακάθημαι]]<br /><b>2.</b> (ως μτβ.) [[βάζω]] κάποιον να καθίσει [[κοντά]] σε [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἵζω</i>, [[άλλος]] τ. του [[ἕζομαι]] «[[κάθομαι]]»]. | |mltxt=και [[παραΐζω]] και αιολ. τ. παρίσδω, Α<br /><b>1.</b> (το ενεργ<br />και το μέσ.) [[κάθομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[παρακάθημαι]]<br /><b>2.</b> (ως μτβ.) [[βάζω]] κάποιον να καθίσει [[κοντά]] σε [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἵζω</i>, [[άλλος]] τ. του [[ἕζομαι]] «[[κάθομαι]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρίζω:'''<b class="num">I.</b> [[κάθομαι]] δίπλα σε άλλον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[βάζω]] ή κάνω κάποιον να καθίσει δίπλα, <i>τινά τινι</i>, σε Ηρόδ. — Μέσ., <i>παρίζομαι</i>, [[καθίζω]] τον εαυτό μου ή [[κάθομαι]] δίπλα, στον ίδ., σε Βίωνα· αόρ. βʹ <i>παρ-εζόμην</i>, Επικ. προστ. <i>-εζεο</i>, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 30 December 2018
English (LSJ)
Aeol. -ίσδω,
A sit beside, Τηλεμάχῳ δὲ παρῖζεν Od.4.311, cf. Alc.52 ; π. βουλεύουσι τοῖσι γέρουσι Hdt.6.57 ; ἐν βουλῇ Id.4.165 ; but, II causal, seat beside, π.Πέρσῃ ἀνδρὶ ἄνδρα Μακεδόνα Id.5.20 : aor.1, παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν Il.23.359 :—hence Med. in intr. sense, seat oneself or sit beside, Hdt.7.18, 8.58, cj. in Bion 2.22 ; cf. παρέζομαι.
German (Pape)
[Seite 522] (s. ἵζω), daneben setzen, sitzen lassen, τινά τινι, Her. 5, 20; sich bei Einem setzen, Od. 4, 311; daneben sitzen, Her. 4, 165, τινί, 6, 57; so auch med., 5, 18 u. Sp., wie Bion. 15, 22.
Greek (Liddell-Scott)
παρίζω: παρακαθέζομαι, καθίζω πλησίον, Τηλεμάχῳ δὲ παρῖζεν (ὁ Μενέλαος) Ὀδ. Δ. 411˙ παρίζειν βουλεύουσι τοῖς γέρουσιν Ἡρόδ. 6. 57˙ ἐν βουλῇ ὁ αὐτ. 4. 165˙ ἀλλά, ΙΙ. κυρίως τὸ παρίζω ἦτο μεταβατικὸν ἐνεργείας, κάμνω ἢ βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ πλησίον, τόν καθίζω πλησίον, π. ἀνδρὶ Πέρσῃ ἄνδρα Μακεδόνα ὁ αὐτ. 5. 20˙ ἀόρ. α´, παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν Ἰλ. Ψ. 359˙- ὥστε τὸ μέσον παρίζομαι ἔλαβε τὴν ἀμετάβ. σημασ., καθίζω ἐμαυτὸν ἢ καθέζομαι πλησίον, Ἡρόδ. 7. 18., 8. 58, Βίων 15. 22˙ πρβλ. παρέζομαι.
French (Bailly abrégé)
1 tr. faire asseoir auprès de : τινά τινι qqn auprès de qqn;
2 intr. s’asseoir auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, ἵζω.
English (Autenrieth)
ipf. παρῖζεν: sit down by, Od. 4.311†.
Greek Monolingual
και παραΐζω και αιολ. τ. παρίσδω, Α
1. (το ενεργ
και το μέσ.) κάθομαι κοντά σε κάποιον, παρακάθημαι
2. (ως μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει κοντά σε άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἵζω, άλλος τ. του ἕζομαι «κάθομαι»].
Greek Monotonic
παρίζω:I. κάθομαι δίπλα σε άλλον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
II. μτβ., βάζω ή κάνω κάποιον να καθίσει δίπλα, τινά τινι, σε Ηρόδ. — Μέσ., παρίζομαι, καθίζω τον εαυτό μου ή κάθομαι δίπλα, στον ίδ., σε Βίωνα· αόρ. βʹ παρ-εζόμην, Επικ. προστ. -εζεο, σε Όμηρ.