μορμολύττομαι: Difference between revisions
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(25) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μορμολύττομαι]] (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[τρομάζω]] κάποιον, [[εκφοβίζω]], [[φοβίζω]] («πότερα Λυδὸν ἢ Φρύγα ταὐτὶ λέγουσα μορμολύττεσθαι δοκεῑς;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φοβάμαι]], σκιάζομαι, [[τρέμω]] («τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφώ]] με εκφραστική [[παρέκταση]] -<i>λυττ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πομφολύξαι</i> / [[πομφόλυξ]]: [[πομφός]], <i>βδε</i>-<i>λύττομαι</i>: [[βδελυρός]], [[βδέω]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το ρ. [[μορμολύττομαι]] προήλθε με [[ανομοίωση]] από <i>μορμορύττομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μόρμορος]], [[μορμόρυξις]])]. | |mltxt=[[μορμολύττομαι]] (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[τρομάζω]] κάποιον, [[εκφοβίζω]], [[φοβίζω]] («πότερα Λυδὸν ἢ Φρύγα ταὐτὶ λέγουσα μορμολύττεσθαι δοκεῑς;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φοβάμαι]], σκιάζομαι, [[τρέμω]] («τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφώ]] με εκφραστική [[παρέκταση]] -<i>λυττ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πομφολύξαι</i> / [[πομφόλυξ]]: [[πομφός]], <i>βδε</i>-<i>λύττομαι</i>: [[βδελυρός]], [[βδέω]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το ρ. [[μορμολύττομαι]] προήλθε με [[ανομοίωση]] από <i>μορμορύττομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μόρμορος]], [[μορμόρυξις]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μορμολύττομαι:''' ([[μορμώ]])·<br /><b class="num">I.</b> αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., κάνω κάποιον να τρομάξει, [[φοβίζω]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[φοβάμαι]] για, <i>τι</i>, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 30 December 2018
English (LSJ)
only pres. and impf. (exc. aor. 1 part.
A μορμολυξάμενος Gal.10.106): (μορμώ):—frighten, scare, Ar.Av.1245, Pl.Cri.46c, Ph.2.468; μ. τοὺς φίλους X.Smp.4.27. II fear, be afraid of, τὸν θάνατον Pl.Ax. 364b.—Act. μορμολύττω is f. l. in Crates Com.8.
Greek (Liddell-Scott)
μορμολύττομαι: ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., πλὴν ὅτι ὁ ἀόρ. α΄ μορμολυξάμενος ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Γαλην.· (μορμώ). Ἐκφοβῶ, «σκ~ιάζω», Ἀριστοφ. Ὄρν. 1245, Πλάτ. Κρίτων 46C· μ. τινα ἀπό τινος Ξεν. Συμπ. 4. 27. ΙΙ. φοβοῦμαι, «σκ~ιάζομαι», τι Πλάτ. Αξίοχ. 364Β. - Ὁ ἐνεργ. τύπος μορμολύττω δὲν ἀπαντᾷ, διότι ὁ Meineke διώρθωσε τὰ χωρία ἐν Κράτ. «Ἥρωσιν» 1, ἴδε Κωμ. Ἀποσπ. 4. 658· ἀλλ’ ὁ Φώτ. ἔχει: μορμορύζει: ἐκφοβεῖ παρὰ τὴν Μορμώ.
Greek Monolingual
μορμολύττομαι (ΑΜ)
1. τρομάζω κάποιον, εκφοβίζω, φοβίζω («πότερα Λυδὸν ἢ Φρύγα ταὐτὶ λέγουσα μορμολύττεσθαι δοκεῑς;», Αριστοφ.)
2. φοβάμαι, σκιάζομαι, τρέμω («τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφώ με εκφραστική παρέκταση -λυττ- (πρβλ. πομφολύξαι / πομφόλυξ: πομφός, βδε-λύττομαι: βδελυρός, βδέω). Κατ' άλλη άποψη, το ρ. μορμολύττομαι προήλθε με ανομοίωση από μορμορύττομαι (πρβλ. μόρμορος, μορμόρυξις)].
Greek Monotonic
μορμολύττομαι: (μορμώ)·
I. αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., κάνω κάποιον να τρομάξει, φοβίζω, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. φοβάμαι για, τι, σε Πλάτ.