κλητεύω: Difference between revisions
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[κλητεύω]]) [[κλητός]]<br />[[καλώ]] κάποιον στο δικαστήριο ως μάρτυρα ή διάδικο, του [[κοινοποιώ]] δικαστική [[κλήση]] («τίς οὖν ἐκλήτευσεν ὑμᾶς;», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλώ]] με κλητήρα έναν μάρτυρα που δεν θέλει να προσέλθει για να καταθέσει τη [[μαρτυρία]] του («τὸν δὲ οὐ βουλόμενον μαρτυρεῖν ἐκλήτευον», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> [[καταθέτω]] [[μαρτυρία]] στο δικαστήριο, [[μαρτυρώ]] («ὅτε τῶν [[ἐμαυτοῦ]] γ' [[ἕνεκα]] νυνὶ χρημάτων [[ἕλκω]] σε κλητεύσοντα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κλητεύομαι</i><br />[[προκαλώ]] την [[έκδοση]] κλήσεως. | |mltxt=(Α [[κλητεύω]]) [[κλητός]]<br />[[καλώ]] κάποιον στο δικαστήριο ως μάρτυρα ή διάδικο, του [[κοινοποιώ]] δικαστική [[κλήση]] («τίς οὖν ἐκλήτευσεν ὑμᾶς;», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλώ]] με κλητήρα έναν μάρτυρα που δεν θέλει να προσέλθει για να καταθέσει τη [[μαρτυρία]] του («τὸν δὲ οὐ βουλόμενον μαρτυρεῖν ἐκλήτευον», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> [[καταθέτω]] [[μαρτυρία]] στο δικαστήριο, [[μαρτυρώ]] («ὅτε τῶν [[ἐμαυτοῦ]] γ' [[ἕνεκα]] νυνὶ χρημάτων [[ἕλκω]] σε κλητεύσοντα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κλητεύομαι</i><br />[[προκαλώ]] την [[έκδοση]] κλήσεως. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κλητεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[καλώ]] στο δικαστήριο ή [[δίνω]] [[απόδειξη]] ότι έχει επιδοθεί [[κλήτευση]] (βλ. [[κλητήρ]]), σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
A summon into court, or give evidence that a legal summons has been served, Ar.Nu.1218; τινα D.18.150; τινι Ar.V. 1413, cf. Is.Fr.108, D.32.30:—Med., procure the issuing of the summons, κ. τὴν δίκην Arist.Pr.951a27:—Pass., = ἐκκλητεύεσθαι, Is. l.c.
German (Pape)
[Seite 1452] 1) vor Gericht fordern, vorladen, Dem. 18, 180; bes. Einen, der sich weigert, ein Zeugniß abzulegen, vor Gericht fordern u. ihn zwingen, die Strafe zu bezahlen, ἀναγκάσω αὐτὸν ἢ μαρτυρεῖν ἢ ἐξόμνυσθαι ἢ κλητεύσω αὐτόν 59, 28; vgl. Poll. 8, 36; – κλητεύεσθαι = ἐκκλητεύεσθαι, Harpocr.; κλητεύεσθαι τὴν δίκην Arist. probl. 29, 13. – 2) Zeuge sein vor Gericht, Harpocr. u. B. A. 272, b; so Ar. Nubb. 1218, τινί Vesp. 1413.
Greek (Liddell-Scott)
κλητεύω: καλῶ εἰς τὸ δικαστήριον ἢ δίδω μαρτυρίαν ὅτι δικαστικὴ κλῆσις ἐδόθη (ἴδε κλητήρ), Ἀριστοφ. Νεφ. 1218· τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1413· πρβλ. Ἰσαῖ. παρ’ Ἁρποκρ., Δημ. 277. 14., 890. 17· ― Μέσ., προκαλῶ τὴν ἔκδοσιν κλήσεως, Ἀριστ. Προβλ. 29. 13, 2.
French (Bailly abrégé)
citer en justice.
Étymologie: κλητός.
Greek Monolingual
(Α κλητεύω) κλητός
καλώ κάποιον στο δικαστήριο ως μάρτυρα ή διάδικο, του κοινοποιώ δικαστική κλήση («τίς οὖν ἐκλήτευσεν ὑμᾶς;», Δημοσθ.)
αρχ.
1. καλώ με κλητήρα έναν μάρτυρα που δεν θέλει να προσέλθει για να καταθέσει τη μαρτυρία του («τὸν δὲ οὐ βουλόμενον μαρτυρεῖν ἐκλήτευον», Πολυδ.)
2. καταθέτω μαρτυρία στο δικαστήριο, μαρτυρώ («ὅτε τῶν ἐμαυτοῦ γ' ἕνεκα νυνὶ χρημάτων ἕλκω σε κλητεύσοντα», Αριστοφ.)
3. μέσ. κλητεύομαι
προκαλώ την έκδοση κλήσεως.
Greek Monotonic
κλητεύω: μέλ. -σω, καλώ στο δικαστήριο ή δίνω απόδειξη ότι έχει επιδοθεί κλήτευση (βλ. κλητήρ), σε Αριστοφ.