προσλογίζομαι: Difference between revisions
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[λογίζομαι]]<br /><b>1.</b> [[υπολογίζω]], [[λογαριάζω]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με χρηματικό [[ποσό]]) [[συναριθμώ]] («καὶ οὐ προσλογιζόμενα ὅσα αὐτὸς ἐν Κύπρῳ ἔσχε... [ενν. <i>τάλαντα</i>]», Λυσ.)<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] υπ' όψιν μου και [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>4.</b> [[καταλογίζω]] [[κάτι]] [[ακόμη]] («καὶ μὴ τῷ [[πλέον]] διδόναι προσλογίζεσθαι τὸ αἰσχρόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]]<br /><b>6.</b> [[συλλογίζομαι]] ότι... («ἐπὶ τούτοις προσλογιζόμενον τὸν Ἐρασίστρατον... ὡς...», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=Α [[λογίζομαι]]<br /><b>1.</b> [[υπολογίζω]], [[λογαριάζω]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με χρηματικό [[ποσό]]) [[συναριθμώ]] («καὶ οὐ προσλογιζόμενα ὅσα αὐτὸς ἐν Κύπρῳ ἔσχε... [ενν. <i>τάλαντα</i>]», Λυσ.)<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] υπ' όψιν μου και [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>4.</b> [[καταλογίζω]] [[κάτι]] [[ακόμη]] («καὶ μὴ τῷ [[πλέον]] διδόναι προσλογίζεσθαι τὸ αἰσχρόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]]<br /><b>6.</b> [[συλλογίζομαι]] ότι... («ἐπὶ τούτοις προσλογιζόμενον τὸν Ἐρασίστρατον... ὡς...», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσλογίζομαι:'''<b class="num">1.</b> αποθ., [[υπολογίζω]] ή [[λογαριάζω]] [[επιπλέον]] με, <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταλογίζω]], <i>τί τινι</i>, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
fut.
A -ιοῦμαι Luc.Alex.1; reckon or count in addition, Hdt.2.16, Lys.19.44; ὁδὸν ταύτῃ Hdt.5.54:—Pass., to be reckoned in, Scyl.113, PPetr.3p.118 (iii B.C.), PTeb.61 (b).190 (ii B.C.), etc. 2 take into account besides, Arist.Cael.294a4; τῷ πλέον διδόναι π. τὸ αἰσχρόν Plu.Cam.28. II compare, τὸ ἑκατέρων ἦθος τῇ πράξει Aristid.1.450J. III consider besides, ὡς . . Plu.Demetr. 38.
German (Pape)
[Seite 772] dazurechnen, -zählen, τινί τι, Her. 5, 54; Lys. 19, 44 u. Sp., wie Luc. Alex. 1.
Greek (Liddell-Scott)
προσλογίζομαι: ἀποθ., ὑπολογίζω ἢ λογαριάζω ἐπὶ πλέον· τινί τι Ἡρόδ. 2. 16., 5. 54, Λυσί. 155. 41· ― οὕτω ῥημ. ἐπίθ. προσλογιστέον, -έα, Ἱππ. 50. 33, Ἡρόδ. 7. 185. 2) λογαριάζω προσέτι, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 9. 3) καταλογίζομαι, ἀποδίδω τι εἴς τινα, τὸ αἰσχρὸν πρ. τινι Πλουτ. Κάμιλλ. 28. ΙΙ. παραβάλλω, τινί τι Ἀριστείδ. 1. 450. ΙΙΙ. θεωρῶ, κρίνω προσέτι, ὡς...· Πλουτ. Δημήτρ. 38.
French (Bailly abrégé)
f. προσλογιοῦμαι;
1 compter ou calculer en outre, acc. ; τί τινι compter une ch. en outre d’une autre;
2 mettre au compte de, imputer, attribuer : τί τινι mettre qch au compte de qqn.
Étymologie: πρός, λογίζομαι.
Greek Monolingual
Α λογίζομαι
1. υπολογίζω, λογαριάζω επί πλέον
2. (σχετικά με χρηματικό ποσό) συναριθμώ («καὶ οὐ προσλογιζόμενα ὅσα αὐτὸς ἐν Κύπρῳ ἔσχε... [ενν. τάλαντα]», Λυσ.)
3. παίρνω υπ' όψιν μου και κάτι ακόμη
4. καταλογίζω κάτι ακόμη («καὶ μὴ τῷ πλέον διδόναι προσλογίζεσθαι τὸ αἰσχρόν», Πλούτ.)
5. παραβάλλω, συγκρίνω
6. συλλογίζομαι ότι... («ἐπὶ τούτοις προσλογιζόμενον τὸν Ἐρασίστρατον... ὡς...», Πλούτ.).
Greek Monotonic
προσλογίζομαι:1. αποθ., υπολογίζω ή λογαριάζω επιπλέον με, τί τινι, σε Ηρόδ.
2. καταλογίζω, τί τινι, σε Πλούτ.