ὁμόθεν: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(28) |
(5) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμόθεν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (συν. με την [[πρόθεση]] <i>εξ</i>) <i>ἐξ [[ὁμόθεν]]<br />από τον ίδιο [[τόπο]]<br /><b>2.</b> της ίδιας καταγωγής («ὡς [[ὁμόθεν]] γεγάασι θεοὶ θνητοί τ' ἄνθρωποι, <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> από [[κοντά]], εκ του [[πλησίον]]<br /><b>4.</b> (με άρθρ. ως ουσ.) <i>ὁ [[ὁμόθεν]]<br />ο [[αδελφός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> (<b>πρβλ.</b> [[άλλο]]-<i>θεν</i>)]. | |mltxt=[[ὁμόθεν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (συν. με την [[πρόθεση]] <i>εξ</i>) <i>ἐξ [[ὁμόθεν]]<br />από τον ίδιο [[τόπο]]<br /><b>2.</b> της ίδιας καταγωγής («ὡς [[ὁμόθεν]] γεγάασι θεοὶ θνητοί τ' ἄνθρωποι, <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> από [[κοντά]], εκ του [[πλησίον]]<br /><b>4.</b> (με άρθρ. ως ουσ.) <i>ὁ [[ὁμόθεν]]<br />ο [[αδελφός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> (<b>πρβλ.</b> [[άλλο]]-<i>θεν</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁμόθεν:''' ([[ὁμός]]),<br /><b class="num">I.</b> από τον ίδιο [[τόπο]], [[κυρίως]] γεν. (όπως τα [[ἐμέθεν]], [[σέθεν]], [[οὐρανόθεν]]), ἐξ [[ὁμόθεν]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίρρ., από την [[ίδια]] [[πηγή]], σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.· τὸν [[ὁμόθεν]], αδελφό, σε Ευρ.· ομοίως, τὸν [[ὁμόθεν]] πεφυκότα, στον ίδ.· [[ὁμόθεν]] εἶναί τινι, [[προέρχομαι]] από τους ίδιους γονείς μ' αυτόν, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> από κοντά, εκ του [[συστάδην]], [[ὁμόθεν]] μάχηνποιεῖσθαι, Λατ. [[cominus]] pugnare, σε Ξεν.· [[ὁμόθεν]] διώκειν, [[ακολουθώ]] από κοντά, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 334] 1) von demselben Orte her; θάμνοι ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτες, zwei aus einer Wurzel gewachsene Stämme, Od. 5, 477; ὁμόθεν γεγάασιν, von derselben Abkunft, H. h. Ven. 135; Hes. O. 108; οἷς ὁμόθεν εἶ καὶ γονᾷ ξύναιμος, Soph. El. 153; τὸν ὁμόθεν τιμᾶν, Eur. Or. 486; u. vollständiger, τὸν ὁμόθεν πεφυκότα στέργειν, I. A. 501; auch in Prosa, ὁμόθεν γενέσθαι, Xen. Cyr. 8, 7, 14. – 2) aus der Nähe, cominus, τὴν μάχην ποιεῖσθαι, παίεσθαι, διώκειν, Xen. Cyr. 2, 3, 20. 1, 4, 23. 8, 8, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόθεν: (ὁμὸς) ἐκ τοῦ αὐτοῦ τόπου, κυρίως γεν. (ὡς τὰ ἐμέθεν, σέθεν, ἐξ οὐρανόθεν), θάμνοι ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτες Ὀδ. Ε. 477. ΙΙ. ὡς ἐπίρρ., ἐκ τῆς αὐτῆς πηγῆς, ὁμόθεν γεγάασιν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 135, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 108, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 7, 14· τὸν ὁμόθεν, ἀδελφόν, Εὐρ. Ὀρ. 486 οὕτω, ὁμ. πεφυκότα ὁ αὐτ. Ι. Α. 501· οἷς ὁμόθεν εἶ καὶ γονᾷ ξύναιμος Σοφ. Ἠλ. 156, πρβλ. Ποιητὴν παρὰ Στοβ. 621. 7. ΙΙΙ. ἐκ τοῦ πλησίον, ἐκ τοῦ συστάδην, ὁμ. μάχην ποιεῖσθαι, ὡς τὸ Λατ. cominus pugnare, ἀντίθετ. τῷ ἀκροβολίζομαι, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 22· ὁμόθεν διώκειν, ἐκ τοῦ πλησίον, αὐτόθι 1. 4, 23. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 161.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 du même endroit ; fig. du même point de départ, de la même origine;
2 de près.
Étymologie: ὁμός, -θεν.
English (Autenrieth)
from the same place (root), Od. 5.477†.
Greek Monolingual
ὁμόθεν (Α)
επίρρ.
1. (συν. με την πρόθεση εξ) ἐξ ὁμόθεν
από τον ίδιο τόπο
2. της ίδιας καταγωγής («ὡς ὁμόθεν γεγάασι θεοὶ θνητοί τ' ἄνθρωποι, Ησίοδ.)
3. από κοντά, εκ του πλησίον
4. (με άρθρ. ως ουσ.) ὁ ὁμόθεν
ο αδελφός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμός + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. άλλο-θεν)].
Greek Monotonic
ὁμόθεν: (ὁμός),
I. από τον ίδιο τόπο, κυρίως γεν. (όπως τα ἐμέθεν, σέθεν, οὐρανόθεν), ἐξ ὁμόθεν, σε Ομήρ. Οδ.
II. ως επίρρ., από την ίδια πηγή, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.· τὸν ὁμόθεν, αδελφό, σε Ευρ.· ομοίως, τὸν ὁμόθεν πεφυκότα, στον ίδ.· ὁμόθεν εἶναί τινι, προέρχομαι από τους ίδιους γονείς μ' αυτόν, σε Σοφ.
III. από κοντά, εκ του συστάδην, ὁμόθεν μάχηνποιεῖσθαι, Λατ. cominus pugnare, σε Ξεν.· ὁμόθεν διώκειν, ακολουθώ από κοντά, στον ίδ.