ἀντανίστημι: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντανίστημι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] ως εφάμιλλο με [[κάτι]] [[άλλο]] ή ανώτερο από αυτό<br /><b>2.</b> ξεσηκώνομαι [[εναντίον]] κάποιου. | |mltxt=[[ἀντανίστημι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] ως εφάμιλλο με [[κάτι]] [[άλλο]] ή ανώτερο από αυτό<br /><b>2.</b> ξεσηκώνομαι [[εναντίον]] κάποιου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντανίστημι:''' μέλ. <i>-στήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αντιστέκομαι]] [[απέναντι]] σε, <i>τί τινι</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ ξεσηκώνομαι [[εναντίον]] κάποιου, <i>τινι</i>, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 30 December 2018
English (LSJ)
A set up against or in rivalry, λόγον Plu.2.40e; τρόπαιον D.C.42.48; τίτινι Plu.2.348d. II Pass., with aor. 2 Act., rise up against, τινὶ ἐς χεῖρας S Tr.441, cf. Plu.Sull.7; rise one against another, Id.2.723b.
German (Pape)
[Seite 244] (s. ἵστημι), dagegen aufstellen, Plut. de aud. 5; – med. u. intrans. tempp., dagegen aufstehen, Widerstand leisten, Soph. Tr. 441; Plut. öfter, z. B. Alex. 51.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντανίστημι: παρουσιάζω τι ὡς ἐφάμιλλον πρὸς ἄλλο ἢ καὶ ὑπέρτερον αὐτοῦ, «τὸ μὲν γὰρ ἀντειπεῖν οὐ χαλεπόν, ἀλλὰ καὶ πάνυ ῥᾴδιον εἰρημένῳ λόγῳ˙ τὸ δὲ ἕτερον ἀνταναστῆσαι βελτίονα παντάπασιν ἐργῶδες» Πλούτ. 40Ε, «ἄξιον τῷ στρατηγίῳ τὸ θέατρον ἀνταναστῆσαι» 348D˙ ἀνεγείρω καὶ ἐγώ, «τρόπαιον ἀντανέστησε» Δίων Κ. 42. 48. ΙΙ. Παθ. μ. ἐνεργ. ἀορ. β΄ ἐγείρομαι ἐναντίον τινός, ἔρωτι μέν νυν ὅστις ἀντανίσταται Σοφ. Τρ. 441, πρβλ. Πλουτ. Σύλλ. 7˙ ἐγείρεσθαι κατ’ ἀλλήλων, ὁ αὐτός 2. 723Β.
French (Bailly abrégé)
I. tr. lever en retour ou lever contre;
II. intr. (ao.2 et Moy.);
1 résister à, τινι;
2 lutter l’un contre l’autre.
Étymologie: ἀντί, ἀνίστημι.
Spanish (DGE)
I intr.
1 c. dat. de pers. oponerse a, levantarse contra ἔρωτι μὲν γοῦν ὅστις ἀντανίσταται πύκτης ὅπως ἐς χεῖρας οὐ καλῶς φρονεῖ S.Tr.441, ἀντανίστατο δ' αὐτῷ Μάριος ὑπὸ δοξομανίας καὶ φιλοτιμίας Plu.Sull.7
•levantarse uno contra otro Plu.2.723b.
2 surgir en lugar de otro καὶ ἄλλοι ἀντανέστησαν ἀντ' αὐτῶν LXX Ba.3.19.
II tr. poner, elevar a su vez τρόπαιον D.C.42.48.2
•fig. elevar a igual altura τῷ στρατηγίῳ τὸ θέατρον ἀνταναστῆσαι Plu.2.348d, μεγάλα ὕψη ἀντανέστησαν Polyaen.3.10.15
•τὸ δ' ἕτερον (λόγον) ἀνταναστῆσαι el hacer otro discurso en respuesta Plu.2.40e.
Greek Monolingual
ἀντανίστημι (Α)
1. παρουσιάζω κάτι ως εφάμιλλο με κάτι άλλο ή ανώτερο από αυτό
2. ξεσηκώνομαι εναντίον κάποιου.
Greek Monotonic
ἀντανίστημι: μέλ. -στήσω,
I. αντιστέκομαι απέναντι σε, τί τινι, σε Πλούτ.
II. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ ξεσηκώνομαι εναντίον κάποιου, τινι, σε Σοφ.