αὐθέντης: Difference between revisions
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>βλ.</b> [[αφέντης]]. | |mltxt=<b>βλ.</b> [[αφέντης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αὐθέντης:''' -ου, ὁ, συνηρ. του [[αὐτοέντης]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που κάνει οτιδήποτε με το [[χέρι]] του, [[αυτουργός]], [[πραγματικός]] [[δολοφόνος]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· γενικά, [[κάποιος]] από την [[οικογένεια]] του δολοφόνου, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[αὐθέντης]] [[φόνος]], <i>αὐθένται θάνατοι</i>, [[φόνος]] που εκτελέστηκε από κάποιον της ίδιας της οικογένειας, σε Αισχύλ. (το συνθετικό <i>-έντης</i> έχει αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, (cf. αὐτοέντης)
A murderer, Hdt.1.117, E.Rh.873, Th.3.58; τινός E.HF1359, A.R.2.754; suicide, Antipho 3.3.4, D.C.37.13: more loosely, one of a murderer's family, E.Andr.172. 2 perpetrator, author, πράξεως Plb.22.14.2; ἱεροσυλίας D.S.16.61: generally, doer, Alex.Rh.p.2S.; master, δῆμος αὐθέντης χθονός E.Supp.442; voc. αὐθέντα ἥλιε PMag.Leid.W.6.46; condemned by Phryn.96. 3 as Adj., ὅμαιμος αὐ. φόνος, αὐ. φάνατοι, murder by one of the same family, A.Eu.212, Ag.1572 (lyr.). (For αὐτο-ἕντης, cf. συν-έντης, ἁνύω; root sen-, sṇ-.)
Greek (Liddell-Scott)
αὐθέντης: -ου, ὁ, συνεσταλμένον ἐκ τοῦ αὐτοέντης, (ὅπερ μεταχειρίζεται ὁ Σοφ.), ὁ πράττων τι ἰδίαις χερσίν, αὐτόχειρ φονεύς, ὅκως... μήτε θυγατρὶ τῇ σῇ μήτε αὐτῷ σοι εἴην αὐθέντης Ἡρόδ. 1. 117, Εὐρ. Ρῆσ. 873, Θουκ. 3. 58· τινὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1359: - ὁ ἑαυτὸν ἀποκτείνων, αὐτόχειρ, Ἀντιφῶν 122, ἐν τέλ.: γενικώτερον, ἡ λέξις τίθεται καὶ ἐπὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ φονεύσαντός τινα, Εὐρ. Ἀνδρ. 172. 2) ὁ πρωτουργός, ὁ πραγματικὸς ἐκτελεστὴς οἱασδήποτε πράξεως, Πολύβ. 23. 14. 2. Διόδ. 16. 61· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 120. 3) ἀπόλυτος κύριος, δεσπότης, Χρησμ. Σιβυλλ. 7. 69., 8. 309· (ἀντὶ τοῦ δῆμος αὐθέντης χθονὸς ἐν Εὐρ. Ἱκ. 442, ὁ Markland διορθοῖ εὐθυντής). ΙΙ. ὡς ἐπίθ., αὐθέντης φόνος, αὐθένται θάνατοι, φόνος ἐκτελεσθεὶς ὑπό τινος τῶν ἐκ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας, Αἰσχύλ. Εὐμ. 212, Ἀγ. 1572. - Ἐπίρρ. αὐθεντῶς (παρὰ τοὺς κανόνας τῆς Ἑλλ. γλωσσ.), εὕρηται ἐν Εὐστ. Πονημ. 40. 51, κ. ἀλλ. (Τὸ δεύτερον συνθετικὸν τῆς λέξεως ἕντης, ὅπερ ὡσαύτως φαίνεται ἐν τῷ «συνέντης· συνεργὸς» παρ’ Ἡσυχίῳ, ἀπωλέσθη).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui accomplit de sa main un meurtre, meurtrier;
2 que l’on accomplit de sa main : αὐθέντης θάνατος, φόνος ESCHL meurtre accompli sur qqn par la main d’un propre parent.
Étymologie: contr. de αὐτοέντης de αὐτός, ἁνύω (DELG).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): lat. autenta Fulg.102.19, 163.10
A como subst.
I 1responsable de una muerte, asesino, homicida ἐγὼ ... μήτε αὐτῷ εἴην αὐθέντης Hdt.1.117, αὐθεντῶν χέρες E.Rh.873, παρὰ τοῖς αὐθένταις πατέρας ... καταλείψετε; Th.3.58, αὐθένται Ἀμύκοιο A.R.2.754, ἐπ' αὐθένταισιν οὐκ ἀμήχανος (σκύλαξ) SHell.977.15
•de crímenes en la misma familia αὐ. παίδων ... ἐμῶν E.HF 1359, τέκν' αὐθέντου πάρα τίκτειν E.Andr.172, αὐθένται γονεῖς LXX Sap.12.6.
2 suicida αὐ. προσκαταγνωσθείς Antipho 3.3.4, φαρμάκῳ ... καὶ ξίφει αὐ. D.C.37.13.4, cf. Phryn.89.
II1autor, responsable τῆς πράξεως Plb.22.14.2, τῆς ἱεροσυλίας D.S.16.61.
2 el que tiene autoridad o dominio en algo, maestro, oficial τὸ κοινὸν τῶν αὐθεντῶν PLeit.13.21 (III d.C.)
•maestro, soberano: uatum ... autenta Fulg.102.19, secretorum au. Fulg.163.10, αὐθέντα Ἥλιε PMag.13.258
•αὐθένται τῶν νόμων iuris doctores, Gloss.2.94, paterfamilias, Gloss.3.304; cf. αὐτάντας.
B como adj.
1 parricida, que comporta parricidio ὅμαιμος αὐ. φόνος A.Eu.212, θάνατοι A.A.1573, αὐ. καὶ παλαμναῖος χείρ Them.Or.4.56c.
2 oficial, jefe βιβλιοφύλακες SB 7.404.45 (II d.C.), στιπουργός PGrenf.2.86.8 (VI d.C.).
• Etimología: Comp. de αὐτός y un tema *ἔντης, de la misma raíz, que ἀνύω q.u. Tb. ha podido influir θείνω en el sent.
Greek Monolingual
βλ. αφέντης.
Greek Monotonic
αὐθέντης: -ου, ὁ, συνηρ. του αὐτοέντης·
I. 1. αυτός που κάνει οτιδήποτε με το χέρι του, αυτουργός, πραγματικός δολοφόνος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· γενικά, κάποιος από την οικογένεια του δολοφόνου, στον ίδ.
II. ως επίθ., αὐθέντης φόνος, αὐθένται θάνατοι, φόνος που εκτελέστηκε από κάποιον της ίδιας της οικογένειας, σε Αισχύλ. (το συνθετικό -έντης έχει αμφίβ. προέλ.).