ἰωκή: Difference between revisions
(18) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰωκή]], ἡ, αιτ. στον <b>Ομ.</b> ἰῶκα (Α)<br /><b>1.</b> [[προσβολή]], [[επίθεση]], [[καταδίωξη]] στη [[μάχη]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ἰωκή</i><br />[[προσωποποίηση]] της δίωξης, της επίθεσης («ἐν δ' Ἔρις, ἐν δ' Ἀλκή, ἐν δὲ κρυόεσσα Ἰωκή», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fιώκω</i> «[[καταδιώκω]], [[χτυπώ]]», που συνδέεται με το [[διώκω]]]. | |mltxt=[[ἰωκή]], ἡ, αιτ. στον <b>Ομ.</b> ἰῶκα (Α)<br /><b>1.</b> [[προσβολή]], [[επίθεση]], [[καταδίωξη]] στη [[μάχη]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ἰωκή</i><br />[[προσωποποίηση]] της δίωξης, της επίθεσης («ἐν δ' Ἔρις, ἐν δ' Ἀλκή, ἐν δὲ κρυόεσσα Ἰωκή», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fιώκω</i> «[[καταδιώκω]], [[χτυπώ]]», που συνδέεται με το [[διώκω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰωκή:''' ἡ ([[διώκω]]), [[καταδίωξη]], [[κυνηγητό]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>Ἰωκή</i> προσωποποιημένο, στο ίδ.· μεταπλασμένη αιτ. [[ἰῶκα]](όπως αν προερχόταν από το <i>ἰώξ</i>), στο ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ (for διωκή acc. to A.D.Conj.256.27, v. sq.),
A rout, pursuit, οὔτε βίας . . ὑπεδείδισαν οὔτε ἰωκάς Il.5.521: personified, with Ἔρις and Ἀλκή, 5.740:—metaplast. acc., πόνον αἰπὺν ἰῶκά τε δακρυόεσσαν 11.601.
German (Pape)
[Seite 1278] ἡ, Schlachtgetümmel, bes. Angriff u. Verfolgung in der Schlacht; οὔτε βίας Τρώων ὑπεδείδισαν οὔτε ἰωκάς Il. 5, 521; personificirt, auf der Aegis, ἐν δ' ἔρις, ἐν δ' ἀλκή, ἐν δὲ κρυόεσσα ἰωκή, 739. Dazu gehört der acc. ἰῶκα (wie von ἴωξ gebildet), εἰσορόων πόνον αἰπὺν ἰῶκά τε δακρυόεσσαν Il. 11, 599. Vgl. die ähnlichen ἴωξις u. ἰωχμός, die mit διώκω zusammenzuhangen scheinen.
Greek (Liddell-Scott)
ἰωκή: ἡ, (διώκω, πρβλ. Δδ ΙΙ. 10)· - καταδίωξις, Ἰλ. Ε. 521. Αἰτ. κατὰ μεταπλασμὸν (ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. ἰώξ), ἰῶκα Λ. 601.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 poursuite dans la bataille;
2 la mêlée d’un combat personnifiée.
Étymologie: R. Δjακ- > jακ-, ἰακ-, poursuivre ; cf. ἰῶκα et διώκω.
English (Autenrieth)
acc. ἰῶκα (διώκω): pursuit, attack, battle-tumult. Personified, Il. 5.740. (Il.)
Greek Monolingual
ἰωκή, ἡ, αιτ. στον Ομ. ἰῶκα (Α)
1. προσβολή, επίθεση, καταδίωξη στη μάχη
2. ως κύριο όν. Ἰωκή
προσωποποίηση της δίωξης, της επίθεσης («ἐν δ' Ἔρις, ἐν δ' Ἀλκή, ἐν δὲ κρυόεσσα Ἰωκή», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Fιώκω «καταδιώκω, χτυπώ», που συνδέεται με το διώκω].
Greek Monotonic
ἰωκή: ἡ (διώκω), καταδίωξη, κυνηγητό, σε Ομήρ. Ιλ.· Ἰωκή προσωποποιημένο, στο ίδ.· μεταπλασμένη αιτ. ἰῶκα(όπως αν προερχόταν από το ἰώξ), στο ίδ.