καῖρος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
(18)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=καῑρος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> τα λεπτά [[σχοινιά]] στο [[αντί]] του αργαλειού όπου δένονται τα [[άκρα]] του στημονιού<br /><b>2.</b> το [[διάπλεγμα]] που δεν αφήνει τους στήμονες να μπλέκονται, το [[μιτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα αρμ. <i>sari</i>-<i>k</i><sup>c</sup> «[[ταινία]], [[σχοινί]]» και <i>sard</i> «[[αράχνη]]», [[οπότε]] θα αναχθεί σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i>- «[[σχοινί]], [[κλωστή]] υφάσματος». Ασχέτως της προελεύσεώς του, η [[έννοια]] του «σημείου προσδέσεως», του «κόμβου», τών σχοινιών του αργαλειού οδήγησε στην [[άποψη]] ότι η λ. [[καιρός]] προέρχεται από το [[καῖρος]] με καταβιβασμό του τόνου και μεταφορική σημ. «[[χρονικός]] [[κόμβος]]», «ακριβές [[χρονικό]] [[σημείο]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καιρία]], [[καιρώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καιροδαπιστής]], [[καιροσπάθητος]].
|mltxt=καῑρος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> τα λεπτά [[σχοινιά]] στο [[αντί]] του αργαλειού όπου δένονται τα [[άκρα]] του στημονιού<br /><b>2.</b> το [[διάπλεγμα]] που δεν αφήνει τους στήμονες να μπλέκονται, το [[μιτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα αρμ. <i>sari</i>-<i>k</i><sup>c</sup> «[[ταινία]], [[σχοινί]]» και <i>sard</i> «[[αράχνη]]», [[οπότε]] θα αναχθεί σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i>- «[[σχοινί]], [[κλωστή]] υφάσματος». Ασχέτως της προελεύσεώς του, η [[έννοια]] του «σημείου προσδέσεως», του «κόμβου», τών σχοινιών του αργαλειού οδήγησε στην [[άποψη]] ότι η λ. [[καιρός]] προέρχεται από το [[καῖρος]] με καταβιβασμό του τόνου και μεταφορική σημ. «[[χρονικός]] [[κόμβος]]», «ακριβές [[χρονικό]] [[σημείο]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καιρία]], [[καιρώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καιροδαπιστής]], [[καιροσπάθητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καῖρος:''' (Α), ὁ, η [[σειρά]] των λεπτών σχοινιών των αντίων του αργαλειού (ή [[αλλιώς]] [[μιτάρι]]), [[εκεί]] που δένονται οι άκρες των κλωστών του κουβαριού, Λατ. [[licia]].
}}
}}

Revision as of 21:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καῖρος Medium diacritics: καῖρος Low diacritics: καίρος Capitals: ΚΑΙΡΟΣ
Transliteration A: kaîros Transliteration B: kairos Transliteration C: kairos Beta Code: kai=ros

English (LSJ)

ὁ (on the accent v. Eust.907.13),

   A row of thrums in the loom, to which the threads of the warp are attached, ravel, Ael. Dion.Fr.400, Phot.:—hence καιρ-όω, make fast these threads:

German (Pape)

[Seite 1296] ὁ, die Schnüre am Webstuhl, welche die Fäden der Kette oder des Aufzuges parallel neben einander befestigen u. verhindern, daß sie unter einander gerathen, Eust. Vgl. καιρόω.

Greek (Liddell-Scott)

καῖρος: (Α), ὁ «καῖρος δέ φασι καίρωμα, τὸ διάπλεγμα, ὃ οὐκ ἐᾷ τοὺς στήμονας συγχέεσθαι» (Εὐστ. 1571. 57), κοινῶς «μιτάρι» ἢ τὰ λεπτὰ σχοινία τῶν ἀντίων ὅπου δένονται αἱ ἄκραι τοῦ στήμονος: - ἐντεῦθεν «καιρῶσαι, (καιρόω) συνδῆσαι τὸν στήμονα», καὶ καίρωσις, εως, ἡ, ἡ σύνδεσις τοῦ στήμονος, Πολυδ. Ζ΄, 33˙ καίρωμα, Καλλ. Ἀποσπ. 295˙ καιρωστρὶς ἢ καιρωστίς, ίδος, ἡ ὑφάντρια, αὐτόθι 356. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καιρωτρίδες ἐργαστρίδες. ὑφαστρίδες», πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 257, ἴδε καὶ τὴν λέξ. καιροσέων.

Greek Monolingual

καῑρος, ὁ (Α)
1. τα λεπτά σχοινιά στο αντί του αργαλειού όπου δένονται τα άκρα του στημονιού
2. το διάπλεγμα που δεν αφήνει τους στήμονες να μπλέκονται, το μιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα αρμ. sari-kc «ταινία, σχοινί» και sard «αράχνη», οπότε θα αναχθεί σε ΙΕ ρίζα ker- «σχοινί, κλωστή υφάσματος». Ασχέτως της προελεύσεώς του, η έννοια του «σημείου προσδέσεως», του «κόμβου», τών σχοινιών του αργαλειού οδήγησε στην άποψη ότι η λ. καιρός προέρχεται από το καῖρος με καταβιβασμό του τόνου και μεταφορική σημ. «χρονικός κόμβος», «ακριβές χρονικό σημείο».
ΠΑΡ. αρχ. καιρία, καιρώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. καιροδαπιστής, καιροσπάθητος.

Greek Monotonic

καῖρος: (Α), ὁ, η σειρά των λεπτών σχοινιών των αντίων του αργαλειού (ή αλλιώς μιτάρι), εκεί που δένονται οι άκρες των κλωστών του κουβαριού, Λατ. licia.