συνθάπτω: Difference between revisions
(40) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[θάπτω]]<br />[[θάβω]] κάποιον [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]]. | |mltxt=ΜΑ [[θάπτω]]<br />[[θάβω]] κάποιον [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνθάπτω:''' μέλ. <i>—ψω</i>, [[θάβω]] μαζί, [[βοηθώ]] στην [[ταφή]] κάποιου, σε Αισχύλ., Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>τινά τινι</i>, [[θάβω]] κάποιον με τη [[βοήθεια]] κάποιου, σε Ευρ. — Παθ., θάβομαι μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
A bury together, join in burying, τινα A.Th.1032, S.Aj. 1378, E.Hel.1545, Pl.Lg.909c, etc.; τινά τινι one with another, E. Alc.149, Demad.13, IG14.943 (Ostia):—Pass., to be buried with, τῷ ἀνδρί Hdt.5.5, cf. Th.1.8; συνετάφη τοῖς σώμασιν ἡ ἐλευθερία Lycurg. 50; συνετάφημεν [τῷ Χριστῷ] διὰ τοῦ βαπτίσματος Ep.Rom.6.4.
Greek (Liddell-Scott)
συνθάπτω: θάπτω μετ’ ἄλλου, θάπτω ὁμοῦ, ἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 1027, Σοφ. Αἴ. 1378, Εὐριπ., Πλάτ., κλπ.· κόσμος γ’ ἕτοιμος ᾧ σφε συνθάψει πόσις Εὐρ. Ἄλκ. 149, κτλ. ― Παθ., θάπτομαι ὁμοῦ ἢ μετά τινος, τινι, Ἡρόδ. 5. 5, Θουκ. 1. 8, Πλάτ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ensevelir avec : τινά τινι une personne avec une autre ; τινα ensevelir qqn avec (d’autres).
Étymologie: σύν, θάπτω.
English (Strong)
from σύν and θάπτω; to inter in company with, i.e. (figuratively) to assimilate spiritually (to Christ by a sepulture as to sin): bury with.
English (Thayer)
2nd aorist passive συνετάφην; from Aeschylus and Herodotus down; to bury together with: τῷ Χριστῷ, together with Christ, passive, διά τοῦ βαπτίσματος εἰς τόν θάνατον namely, αὐτοῦ, ἐν τῷ βαπτίσματι, Colossians 2:12. For all who in the rite of baptism are plunged under the water thereby declare that they put faith in the expiatory death of Christ for the pardon of their past sins; therefore Paul likens baptism to a burial by which the former sinfulness is buried, i. e. utterly taken away.
Greek Monolingual
ΜΑ θάπτω
θάβω κάποιον μαζί με κάποιον άλλο.
Greek Monotonic
συνθάπτω: μέλ. —ψω, θάβω μαζί, βοηθώ στην ταφή κάποιου, σε Αισχύλ., Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· τινά τινι, θάβω κάποιον με τη βοήθεια κάποιου, σε Ευρ. — Παθ., θάβομαι μαζί με κάποιον, τινί, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.