ἠμάτιος: Difference between revisions
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
(16) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἠμάτιος]], -ίη, -ον (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[ημερήσιος]])<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας («ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστὸν νύκτας δ' ἀλλύεσκεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κάθε]] [[μέρα]], ο [[καθημερινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήμαρ]], -<i>τος</i> «[[μέρα]]»]. | |mltxt=[[ἠμάτιος]], -ίη, -ον (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[ημερήσιος]])<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας («ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστὸν νύκτας δ' ἀλλύεσκεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κάθε]] [[μέρα]], ο [[καθημερινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήμαρ]], -<i>τος</i> «[[μέρα]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἠμάτιος:''' [ᾰ], -α, -ον ([[ἦμαρ]]),<br /><b class="num">I.</b> ποιητ. αντί [[ἡμερήσιος]], αυτός που συμβαίνει μέσα στο [[χρονικό]] [[διάστημα]] της ημέρας, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[μέρα]] με τη [[μέρα]], καθημερινά, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], η, ον, (ἦμαρ) poet. for ἡμερήσιος,
A by day, ἠματίη μὲν δφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν, νύκτας δ' ἀλλύεσκεν Od.2.104, cf. 19.149; ἠμάτιαι σπεύδουσι [μέλισσαι] Hes.Th.597; ἠ. φέγγος, i.e. the sun, AP9.651 (Paul. Sil.). 2 day by day, daily, Il.9.72.
German (Pape)
[Seite 1164] p. = ἡμερήσιος, bei Tage, am Tage; ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν, νύκτας δ' ἀλλύεσκεν Od. 2, 204; μέλισσαι ἠμάτιαι σπεύδουσι Hes. Th. 597; φέγγος, das Tageslicht, Paul. gil. 64 (IX, 651); Ggstz ἔννυχος, Arat. 580. – Aber Il. 9, 71, τὸν νῆες Ἀχαιῶν ἠμάτιαι Θρῄκηθεν ἐπ' εὐρέα πόντον ἄγουσιν, ist es = täglich.
Greek (Liddell-Scott)
ἠμάτιος: ᾰ, α, ον, (ἦμαρ) ποιητ. ἀντὶ ἡμερήσιος, ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν, νύκτας δ’ ἀλλύεσκεν Ὀδ. Β. 104, πρβλ. Τ. 149· ἠμάτιαι σπεύδουσι μέλισσαι Ἡσ. Θ. 597· ἠμ. φέγγος, ὅ ἐ. ὁ ἥλιος, Ἀνθ. Π.. 9. 651. 2) καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἰλ. Ι. 72.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui se fait pendant le jour;
2 de chaque jour.
Étymologie: ἦμαρ.
English (Autenrieth)
by day, Od. 2.104; daily, Il. 9.72.
Greek Monolingual
ἠμάτιος, -ίη, -ον (Α)
(ποιητ. τ. του ημερήσιος)
1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας («ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστὸν νύκτας δ' ἀλλύεσκεν», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που γίνεται κάθε μέρα, ο καθημερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμαρ, -τος «μέρα»].
Greek Monotonic
ἠμάτιος: [ᾰ], -α, -ον (ἦμαρ),
I. ποιητ. αντί ἡμερήσιος, αυτός που συμβαίνει μέσα στο χρονικό διάστημα της ημέρας, σε Ομήρ. Οδ.
II. μέρα με τη μέρα, καθημερινά, σε Ομήρ. Ιλ.