βαρύθω: Difference between revisions
(7) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαρύθω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] [[βάρος]] [[επάνω]] μου<br /><b>2.</b> καταβάλλομαι, [[λυγίζω]]<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[βαρύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]], αναλογικά [[προς]] τα [[μινύθω]], [[φθινύθω]] κ.ά.]. | |mltxt=[[βαρύθω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] [[βάρος]] [[επάνω]] μου<br /><b>2.</b> καταβάλλομαι, [[λυγίζω]]<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[βαρύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]], αναλογικά [[προς]] τα [[μινύθω]], [[φθινύθω]] κ.ά.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βᾰρύθω:''' [ῠ] ([[βαρύς]]), μόνο στον ενεστ. και παρακ.·<br /><b class="num">1.</b> καταβάλλομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., είμαι [[βαρύς]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῠ],
A to be weighed down, βαρύθει δέ μοι ὦμος ὑπ' αὐτοῦ [τοῦ ἕλκεος] Il.16.519; βαρύθει δέ θ' ὑπ' αὐτῆς (sc. ὕβρεως) Hes.Op.215; καμάτῳ A.R.2.47; ὑπὸ κύματος Nic.Th.135. 2 abs., to be heavy, στάλα AP7.481 (Philet.); βαρύθεσκε . . γυῖα A.R.1.43:—Pass., Max. 212, Q.S.13.6.
German (Pape)
[Seite 434] beschwert sein, niedergedrückt werden, βαρύθει δέ μοι ὦμος ὑπ' αὐτοῦ Iliad. 16, 519, ἅπαξ εἰρημ.; Hes. O. 213 u. sp. D., wie βαρύθεσκέ οἱ γυῖα Ap. Rh. 1, 43; τινί 2, 47; ὑπό τινι Nic. th. 135; schwer sein, στήλη Philet. 2 (VII, 481).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύθω: [ῠ], καταβαρύνομαι, βαρύθει δέ μοι ὧμος ὑπ’ αὐτοῦ [τοῦ ἕλκεος] Ἰλ, II. 519· βαρύθει δέ θ’ ὑπ’ αὐτῆς, καταβαρύνεται, καταβάλλεται, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 213· καμάτῳ, Ἀπολλ. Ρόδ Β. 47· ὑπὸ κύματι Νίκ. Θ. 135. 2) ἀπολ., εἶμαι βαρύς, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 481· βαρύθεσκε… γυῖα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 43· -οὕτως ἐν τῷ παθ., Μάξιμ. π. καταρχ. 212, Κόϊντ. Σμ. 13. 5.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être chargé, être accablé : ὑπό τινος, de qch.
Étymologie: βαρύς.
English (Autenrieth)
be heavy, by reason of a wound; ὦμος, Il. 16.519†.
Spanish (DGE)
(βᾰρύθω)
• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: [impf. iter. -εσκε A.R.1.43]
1 c. suj. de partes del cuerpo oprimir, pesar βαρύθει δέ μοι ὦμος ὑπ' αὐτοῦ (τοῦ ἕλκεος) Il.16.519, βαρύθεσκέ οἱ ἥδη γυῖα ya le pesaban los miembros A.R.l.c., εἴθ' ... μηδ' ... καμάτῳ τε καὶ εἰρεσίῃ βαρύθοιεν (χεῖρες) A.R.2.47.
2 c. suj. de pers. y anim. sentir cansancio o pesadumbre βαρύθει δὲ ὑπ' αὐτῆς (ὕβρεως) se ve abrumado por ella Hes.Op.215, βαρύθοντες ὀδμῇ λευγαλέῃ los argonautas, A.R.4.621, (ὄφις) ὑπὸ κύματος βαρύθει por ser vivípara, Nic.Th.135, cf. 319.
3 causar pesadumbre ἀδρανίη βαρύθουσα Nic.Th.248, ἁ στάλα βαρύθουσα AP 7.481 (Philet.), τόκος βαρύθων Marc.Sid.51.
Greek Monolingual
βαρύθω (Α)
1. αισθάνομαι βάρος επάνω μου
2. καταβάλλομαι, λυγίζω
3. είμαι βαρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς, αναλογικά προς τα μινύθω, φθινύθω κ.ά.].
Greek Monotonic
βᾰρύθω: [ῠ] (βαρύς), μόνο στον ενεστ. και παρακ.·
1. καταβάλλομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
2. απόλ., είμαι βαρύς, σε Ανθ.