ἀντιπράσσω: Difference between revisions
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντιπράσσω]] κ. (<b>αττ. τ.</b>) -ττω κ. <b>ιων. τ.</b> -[[πρήσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ενεργώ]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[ενεργώ]] διαφορετικά<br /><b>3.</b> [[εναντιώνομαι]] σε [[κάτι]], [[αντικρούω]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. ως ουσ.) <i>ὁ ἀντιπρήσσων</i><br />ο [[αντίπαλος]]. | |mltxt=[[ἀντιπράσσω]] κ. (<b>αττ. τ.</b>) -ττω κ. <b>ιων. τ.</b> -[[πρήσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ενεργώ]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[ενεργώ]] διαφορετικά<br /><b>3.</b> [[εναντιώνομαι]] σε [[κάτι]], [[αντικρούω]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. ως ουσ.) <i>ὁ ἀντιπρήσσων</i><br />ο [[αντίπαλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντιπράσσω:''' Αττ. -ττω, Ιων. -[[πρήσσω]]· μέλ. <i>-ξω</i>· [[ενεργώ]] ενάντια, [[αντενεργώ]], αντιπράττω, <i>τινί</i>, σε Ξεν.· απόλ., [[ενεργώ]] κατά [[αντίθεση]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 30 December 2018
English (LSJ)
Att. ἀντιπράττω, Ion. ἀντιπρήσσω,
A act against, seek to counteract, τινί X.Ath.2.17, Alex.264 (Med.); πρός τι Arist.Pol.1320a6, etc. 2 abs., act in opposition, D.32.14; ὁ ἀντιπρήσσων, = ἀντιστασιώτης, Hdt.1.92; ἀ. τι oppose in any way, X.HG2.3.14; ἐάν τε ἀντιπράττῃ τις ἐάν τε μὴ συμπράττῃ Arist.Rh.1379a13; conflict with, tell against a theory, Demetr.Lac.Herc.1055.20:—Med., X. Hier.2.17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπράσσω: Ἀττ. -ττω, Ἰων. -πρήσω: μέλλ. -ξω: ἐνεργῶ ἐναντίον τινός, ἀντενεργῶ, ἀντιπράττω, ὀλίγοι ἄνθρωποι αὐτῷ ἀντιπράττοντες Ξεν. Ἀθην. 2.17, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 10.8· πρός τι Ἀριστ. Πολιτικ. 6.5, 3, κτλ.· μετὰ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Δημ. 886. 2. 2) ἀπολ., πράττω κατά τινος, ἐνεργῶ ἐναντίον τινός, ὁ ἀντιπρήσσων = ἀντιστασιώτης, Ἡροδ. 1.92· ἐναντιοῦμαι κατά τινα τρόπον, ἀντιπράττειν δέ τι ἐπιχειροῦντας Ξεν. Ἑλλ. 2.3, 14· ἐὰν ἀντιπράττῃ ἢ μὴ συμπράττῃ Ἀριστ. Ρητ. 2.2, 9: - οὕτως ἐν μέσ. τύπῳ, Ξεν. Ἱέρ. 2.17, Διον. Ἁλ. 7.51.
French (Bailly abrégé)
f. ἀντιπράξω;
1 agir à l’encontre de, τινι;
2 s’opposer à;
Moy. ἀντιπράσσομαι m. sign.
Étymologie: ἀντί, πράσσω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω X.Ath.2.17, Plb.18.39.7; jón. -πρήσσω Hdt.1.92
oponerse a c. dat. αὐτῷ X.l.c., τῇ διαλύσει Plb.l.c., τῇ τῆς ἀρετῆς ἀναλήψει S.E.P.1.73, τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν M.Ant.2.1, cf. Plu.2.407a, Philostr.Im.2.8, PThead.15.14 (III d.C.), PSI 686.5 (VI d.C.)
•c. πρός y ac. πρὸς ταῦτα Arist.Pol.1320a6, πρὸς τὰς τῶν ὑπάτων ἐπιβολάς Plb.6.17.9
•abs. oponerse τὸν ἀντιπρήσσοντα ... διέφθειρε Hdt.l.c., cf. Pl.R.440b, X.Hier.2.17, D.6.9, 32.14, Arist.Rh.1379a13, Demetr.Lac.79
•c. ac. int. ἀντιπράττειν τι poner obstáculo, realizar una acción contraria X.HG 2.3.14, τι ταύταις ἀντιπράττεσθ' realizar una acción contraria contra ellos (lo que los pelos de la barba significan), Alex.264.8.
Greek Monolingual
ἀντιπράσσω κ. (αττ. τ.) -ττω κ. ιων. τ. -πρήσσω (Α)
1. ενεργώ εναντίον κάποιου
2. ενεργώ διαφορετικά
3. εναντιώνομαι σε κάτι, αντικρούω κάτι
4. (η μτχ. ως ουσ.) ὁ ἀντιπρήσσων
ο αντίπαλος.
Greek Monotonic
ἀντιπράσσω: Αττ. -ττω, Ιων. -πρήσσω· μέλ. -ξω· ενεργώ ενάντια, αντενεργώ, αντιπράττω, τινί, σε Ξεν.· απόλ., ενεργώ κατά αντίθεση, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν.