ἐπιτραγῳδέω: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire un récit tragique de qch ; exagérer ; ajouter par exagération.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[τραγῳδέω]].
|btext=-ῶ :<br />faire un récit tragique de qch ; exagérer ; ajouter par exagération.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[τραγῳδέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτρᾰγῳδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διηγούμαι]] με τρόπο τραγικό, [[υπερβάλλω]], [[μεγαλοποιώ]], σε Λουκ.· προσθέτω καθ' [[υπερβολή]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 21:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτρᾰγῳδέω Medium diacritics: ἐπιτραγῳδέω Low diacritics: επιτραγωδέω Capitals: ΕΠΙΤΡΑΓΩΔΕΩ
Transliteration A: epitragōidéō Transliteration B: epitragōdeō Transliteration C: epitragodeo Beta Code: e)pitragw|de/w

English (LSJ)

   A make a tragic story of a thing, exaggerate, Thphr.HP9.8.5, D.H.Th. 28, Plu.Art.18 (Pass.), Luc.Tox.12 ; οὐδὲν ἐ. πρὸς σεμνότερον ὄγκον Ph.2.105 ; descant solemnly upon, τινί Plu.Per.28, Demetr.Eloc.122 ; lament tragically, Hld.1.3 ; add to a tragedy, καινὸν ἐπεισόδιον Id.7.6, cf. 2.29.

German (Pape)

[Seite 995] nach Art der Tragödie hinzusetzen, auf tragische Weise übertreiben, τὰς συμφοράς Dion. Hal. ind. Thuc. 28; Luc. Tox. 12; Plut. Pericl. 28 u. a. Sp.; – auch ἐπετραγῴδει τούτῳ τῷ δράματι καὶ ἕτερον πάθοςδαίμων, er führte dazu noch eine Tragödie auf, Heliod. 2, 29, vgl. 6, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτρᾰγῳδέω: διηγοῦμαί τι κατὰ τρόπον τραγικόν, ἐξογκώνω, ὅσα οἱ φαρμακοπῶλαι καὶ οἱ ῥιζοτόμοι… ἐπιτραγῳδοῦντες λέγουσι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 5, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 28, Λουκ. Τοξ. 12· ἐξογκώνω ἔτι μᾶλλον, τινί τι Πλουτ. Περικλ. 28· οὕτω καὶ ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀρτοξ. 18· ἐπετραγῴδει τούτῳ τῷ δράματι καὶ ἕτερον πάθοςδαίμων Ἡλιόδ. 2. 29.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire un récit tragique de qch ; exagérer ; ajouter par exagération.
Étymologie: ἐπί, τραγῳδέω.

Greek Monotonic

ἐπιτρᾰγῳδέω: μέλ. -ήσω, διηγούμαι με τρόπο τραγικό, υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, σε Λουκ.· προσθέτω καθ' υπερβολή, σε Πλούτ.