κύλισμα: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514
(22)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[κύλισμα]]) [[κυλίνδω]]<br />το να κυλιέται [[κάποιος]] σε μια [[επιφάνεια]], [[κύλιση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> «διαστολικό [[κύλισμα]]» — [[φύσημα]] με ηχητικούς χαρακτήρες κυλιόμενου θαρέος αντικειμένου, το οποίο αποτελεί ακροαστικό [[εύρημα]] επί στενώσεως της μιτροειδούς<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πέρασμα]] του χρόνου<br /><b>2.</b> [[αλλαγή]], [[στροφή]], [[αστάθεια]] της τύχης<br /><b>3.</b> (βυζ. μουσ.) ένα από τα 40 άφωνα [[σημεία]] του αρχαίου στενογραφικού συστήματος της βυζαντινής παρασημαντικής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[μέρος]] όπου κυλιέται [[κάποιος]], [[κυλίστρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[βώλος]] που σχηματίζουν τα σκαθάρια από την [[κοπριά]] τών ζώων.
|mltxt=το (AM [[κύλισμα]]) [[κυλίνδω]]<br />το να κυλιέται [[κάποιος]] σε μια [[επιφάνεια]], [[κύλιση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> «διαστολικό [[κύλισμα]]» — [[φύσημα]] με ηχητικούς χαρακτήρες κυλιόμενου θαρέος αντικειμένου, το οποίο αποτελεί ακροαστικό [[εύρημα]] επί στενώσεως της μιτροειδούς<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πέρασμα]] του χρόνου<br /><b>2.</b> [[αλλαγή]], [[στροφή]], [[αστάθεια]] της τύχης<br /><b>3.</b> (βυζ. μουσ.) ένα από τα 40 άφωνα [[σημεία]] του αρχαίου στενογραφικού συστήματος της βυζαντινής παρασημαντικής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[μέρος]] όπου κυλιέται [[κάποιος]], [[κυλίστρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[βώλος]] που σχηματίζουν τα σκαθάρια από την [[κοπριά]] τών ζώων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κύλισμα:''' -ατος, τό, [[κύλισμα]], [[κύλισμα]] στη [[λάσπη]], [[τόπος]] κυλίσματος, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 21:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠλισμα Medium diacritics: κύλισμα Low diacritics: κύλισμα Capitals: ΚΥΛΙΣΜΑ
Transliteration A: kýlisma Transliteration B: kylisma Transliteration C: kylisma Beta Code: ku/lisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A roll, Sm.Ez.10.13, Hippiatr.79, 117; κ. κανθάρου, ball of dung rolled by a beetle, PMag.Berol.1.223.    II = κυλίστρα, Hippiatr.8; v.l. for sq., 2 Ep.Pet.2.22.

German (Pape)

[Seite 1529] τό, das Gewälzte, Sp.; auch = κυλίστρα, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

κύλισμα: τό, τὸ κυλίεσθαι, ἡ κύλισις, Ἱππιατρ. ΙΙ. τὸ κυλίεσθαι ἤ τὸ μέρος ἔνθα κυλίεταί τις, ὡς τὸ κυλίστρα, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 22.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 action de se rouler;
2 lieu où les animaux se vautrent (dans la fange).
Étymologie: κυλίνδω.

Spanish

pelota

English (Strong)

from κυλιόω; a wallow (the effect of rolling), i.e. filth: wallowing.

English (Thayer)

(κυλισμός) κυλισμου, ὁ, equivalent to κυλισις, a rolling, wallowing (Hippiatr., p. 204,4; (cf. Theod.)): εἰς κυλισμμον βορβόρου, to a rolling of itself in mud (to wallowing in the mire), T Tr text WH. See the preceding word.

Greek Monolingual

το (AM κύλισμα) κυλίνδω
το να κυλιέται κάποιος σε μια επιφάνεια, κύλιση
νεοελλ.
φρ. ιατρ. «διαστολικό κύλισμα» — φύσημα με ηχητικούς χαρακτήρες κυλιόμενου θαρέος αντικειμένου, το οποίο αποτελεί ακροαστικό εύρημα επί στενώσεως της μιτροειδούς
νεοελλ.-μσν.
1. πέρασμα του χρόνου
2. αλλαγή, στροφή, αστάθεια της τύχης
3. (βυζ. μουσ.) ένα από τα 40 άφωνα σημεία του αρχαίου στενογραφικού συστήματος της βυζαντινής παρασημαντικής
μσν.-αρχ.
το μέρος όπου κυλιέται κάποιος, κυλίστρα
αρχ.
ο βώλος που σχηματίζουν τα σκαθάρια από την κοπριά τών ζώων.

Greek Monotonic

κύλισμα: -ατος, τό, κύλισμα, κύλισμα στη λάσπη, τόπος κυλίσματος, σε Καινή Διαθήκη