δημίζω: Difference between revisions
νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → they manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous | They manage the home, and guard within the house the sea-borne wares. No house is clean or prosperous if the wife is absent.
(9) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δημίζω]] (Α) [[δήμος]]<br />επιδεικνύομαι ως [[φίλος]] του δήμου, του λαού. | |mltxt=[[δημίζω]] (Α) [[δήμος]]<br />επιδεικνύομαι ως [[φίλος]] του δήμου, του λαού. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δημίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[δῆμος]]), λαϊκίζω, [[προσποιούμαι]] [[λαϊκότητα]], [[εξαπατώ]] το λαό, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 30 December 2018
English (LSJ)
A pose as 'friend of the people', Ar.V.699.
German (Pape)
[Seite 562] es mit dem Volke halten, auch = es betrügen, Ar. Vesp. 699.
Greek (Liddell-Scott)
δημίζω: προσποιοῦμαι τὸν δημοτικόν, ἀπατῶ τὸν δῆμον, Ἀριστοφ. Σφηξ. 699.
French (Bailly abrégé)
chercher à se rendre populaire.
Étymologie: δῆμος.
Spanish (DGE)
hacerse pasar por amigo del pueblo ὑπὸ τῶν ἀεὶ δημιζόντων οὐκ οἶδ' ὅπῃ ἐγκεκύκλησαι no sé de qué manera estás cercado por los ‘amigos del pueblo’ de turno Ar.V.699.
Greek Monolingual
δημίζω (Α) δήμος
επιδεικνύομαι ως φίλος του δήμου, του λαού.
Greek Monotonic
δημίζω: μέλ. -σω (δῆμος), λαϊκίζω, προσποιούμαι λαϊκότητα, εξαπατώ το λαό, σε Αριστοφ.