ἐλεφαίρομαι: Difference between revisions
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(11) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐλεφαίρομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εξαπατώ]] με ψεύτικες ελπίδες<br /><b>2.</b> [[εξαπατώ]], [[παραπλανώ]]<br /><b>3.</b> (για το [[λιοντάρι]] της Νεμέας) [[κατασπαράζω]]. | |mltxt=[[ἐλεφαίρομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εξαπατώ]] με ψεύτικες ελπίδες<br /><b>2.</b> [[εξαπατώ]], [[παραπλανώ]]<br /><b>3.</b> (για το [[λιοντάρι]] της Νεμέας) [[κατασπαράζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐλεφαίρομαι:''' μτχ. αορ. αʹ [[ἐλεφηράμενος]], Επικ. αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[εξαπατώ]] με άδειες, κενές, μάταιες, φρούδες ελπίδες, λέγεται για τα απατηλά, ψεύτικα όνειρα που έρχονται μέσω της ελεφάντινης πύλης ([[ἐλέφας]]), σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, [[εξαπατώ]], [[βλάπτω]], [[πληγώνω]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[καταστρέφω]], σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 30 December 2018
English (LSJ)
old Ep. Verb, perh. connected with ὀλοφώϊος (q. v.),
A cheat with empty hopes, said of the false dreams that come through the ivory gate (with play on ἐλέφας, cf. κραίνω), οἱ μέν κ' ἔλθωσι διὰ πριστοῦ ἐλέφαντος, οἵ ἐλεφαίρονται Od.19.565: generally, cheat, overreach, ἐλεφηράμενος . . Τυδεΐδην Il.23.388. II of the Nemean lion, ἐλεφαίρετο φῦλ' ἀνθρώπων he used to destroy them, Hes.Th.330. (Act. only in Hsch., who also has aor. 1 ἐλεφῆραι· ἀπατῆσαι.)
German (Pape)
[Seite 796] med., durch vergebliche, leere Hoffnung täuschen, von Träumen, mit Anspielung auf ἐλέφας, denn die nichtigen Träume kommen aus der elfenbeinernen Pforte, ἐλεφαίρονται, Od. 19, 565; ἐλεφηράμενοι Il. 23, 388, τινά. – Bei Hes. Th. 330, vom nemäischen Löwen, verletzen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεφαίρομαι: παλαιὸν Ἐπ. ἀποθ. ῥῆμα (ἀμφιβόλου ἀρχῆς), ἐξαπατῶ διὰ ματαίων ἐλπίδων, λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν ψευδῶν ὀνείρων, τῶν ἐρχομένων διὰ τῆς ἐλεφαντίνης πύλης, οἳ μέν κ’ ἔλθωσι διὰ πριστοῦ ἐλέφαντος, οἵ ρ’ ἐλεφαίρονται, ἔπε ’ ἀκράαντα φέροντες Ὀδ. Τ. 565, (ἔνθα παρατηρητέον τὴν μεταξὺ τῶν λέξεων ἐλέφας καὶ ἐλεφαίρομαι παρῳδίαν ὡς μεταξὺ τοῦ κέρας καὶ κραίνειν, γινομένου λόγου περὶ τῶν ἀληθῶν ὀνείρων τῶν ἐρχομένων διὰ τῆς κερατίνης πύλης, οἳ διὰ ξεστῶν κεράων ἔλθωσι θύραζε, οἵ ῥ’ ἔτυμα κραίνουσι αὐτόθι 566)· ― καθόλου, δι’ ἀπάτης βλάπτω, ἐλεφηράμενος... Τυδείδην Ἰλ. Ψ. 388. ΙΙ. παρ’ Ἡσ. περὶ τοῦ ἐν Νεμέᾳ λέοντος, ἐλεφαίρετο φῦλ’ ἀνθρώπων, κατέστρεφεν, Θ. 330.
French (Bailly abrégé)
tromper par de vagues espérances, tromper, décevoir.
Étymologie: DELG pas d’étym. assurée.
English (Autenrieth)
delude, deceive, Il. 23.388; with a play upon ἐλέφᾶς, Od. 19.565.
Spanish (DGE)
• Morfología: [en v. act. Hsch.]
1 c. ac. de pers. perjudicar, dañar οὐδ' ἄρ' Ἀθηναίην ἐλεφηράμενος λάθ' Ἀπόλλων Τυδεΐδην Il.23.388, ὅ γ' οἰκείων ἐλεφαίρετο φῦλ' ἀνθρώπων Hes.Th.330.
2 abs. defraudar, frustrar, resultar engañoso (ὄνειροι) οἵ ῥ' ἐλεφαίρονται, ἔπε' ἀκράαντα φέροντες Od.19.565, cf. en v. act. Hsch.s.uu. ἐλεφαίρειν, ἐλεφῆραι.
• Etimología: Denom. de un neutro *ἔλεφαρ, quizá de ie. *u̯elbh-r- presente en ai. upa-valha-te ‘confundir’, aunque sin rastros de Ϝ en gr.
Greek Monolingual
ἐλεφαίρομαι (Α)
1. εξαπατώ με ψεύτικες ελπίδες
2. εξαπατώ, παραπλανώ
3. (για το λιοντάρι της Νεμέας) κατασπαράζω.
Greek Monotonic
ἐλεφαίρομαι: μτχ. αορ. αʹ ἐλεφηράμενος, Επικ. αποθ.,
I. εξαπατώ με άδειες, κενές, μάταιες, φρούδες ελπίδες, λέγεται για τα απατηλά, ψεύτικα όνειρα που έρχονται μέσω της ελεφάντινης πύλης (ἐλέφας), σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, εξαπατώ, βλάπτω, πληγώνω, σε Ομήρ. Ιλ.
II. καταστρέφω, σε Ησίοδ.