ἐξυβρίζω: Difference between revisions
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ξεβρίζω (AM [[ἐξυβρίζω]])<br />[[χρησιμοποιώ]] προσβλητικές ή υβριστικές φράσεις ή ενέργειες [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ατιμάζω]], [[ντροπιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αυθάδης]], αποθρασύνομαι («χρόνου δέ ού πολλού διεξελθόντος αύτίκα οί [[Μινύαι]] εξύβρισαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυξάνομαι υπερβολικά<br /><b>3.</b> (για τα σώματα, λόγω τρυφηλής ζωής) εκτρέπομαι, [[ξεσπώ]] («ἐξυβρίζοντα τὰ μὲν εἰς νόσους θεῑ...»). | |mltxt=και ξεβρίζω (AM [[ἐξυβρίζω]])<br />[[χρησιμοποιώ]] προσβλητικές ή υβριστικές φράσεις ή ενέργειες [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ατιμάζω]], [[ντροπιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αυθάδης]], αποθρασύνομαι («χρόνου δέ ού πολλού διεξελθόντος αύτίκα οί [[Μινύαι]] εξύβρισαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυξάνομαι υπερβολικά<br /><b>3.</b> (για τα σώματα, λόγω τρυφηλής ζωής) εκτρέπομαι, [[ξεσπώ]] («ἐξυβρίζοντα τὰ μὲν εἰς νόσους θεῑ...»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξυβρίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, αποθρασύνομαι, αποχαλινώνομαι, [[οργιάζω]], αυθαδιάζω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἐξ. ἐς [[τόδε]], να φτάσει [[κάποιος]] σε τέτοιο [[σημείο]] αυθάδειας, θράσους, στον ίδ.· με επίθ. ουδ., <i>παντοῖα ἐξ</i>., [[διαπράττω]] όλα τα είδη βίας, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 30 December 2018
English (LSJ)
A break out into insolence, wax wanton, Pherecyd.Syr.5, Hdt.4.146,7.5; εὐπραγίαις Th.1.84; ὑπὸ πλούτου X.Cyr.8.6.1; ἐ. ἐς τόδε come to this pitch of insolence, Th.3.39: with neut. Adj. or Pron., παντοῖα ἐ. commit all kinds of violence or extravagance, Hdt.3.126; τάδ' ἐ. S.El.293; ἐ. πλείω περὶ τοὺς θεούς Lys.2.9; τι εἴς τινα Luc. Fug.18; εἴς τινα Plu.Phoc.2, Eus.Mynd.54, Ant.Lib.21.3. 2 c. acc. pers., treat with insolence or violence, Id.12.2; also ἐ. τοὺς ἔρωτας Conon 24.2:—Pass., ἡ πόλις ὑφ' ὑμῶν -ίζετο Hyp.Phil.9; τὰ -ισμένα despised things, Longin.43.5. II of the body, break out from high feeding, Pl.Lg.691c; of plants, to be over-luxuriant, Arist. GA725b35, Thphr.CP2.16.8; ὥσπερ ἐξυβρίσαντα τὸν δῆμον ἀναφῦσαι πλῆθος συκοφαντῶν Plu.Arist.26.
German (Pape)
[Seite 889] in Uebermuth, Frechheit ausbrechen, übermüthig u. ausgelassen werden, Her. 4, 146; von einem aufrührerischen Lande, 7, 5; εὐπραγίαις Thuc. 1, 84; εἴ τις τῶν σατραπῶν ὑπὸ πλούτου καὶ πλήθους ἀνθρώπων ἐξυβρίσειεν Xen. Cyr. 8, 6, 1; οὐκ ἂν ἐς τόδε ἐξύβρισαν, sie würden nichr so übermüthig geworden sein, Thuc. 3, 39; Plat. Legg. III, 691 c, τάδ' ἐξυβρίζει, diese Schmähungen stößt sie aus, Soph. El. 285; πλείω περὶ τοὺς θεούς, sich an den Göttern vergehen, Lys. 2, 9; εἴς τινα, seinen Muthwillen an Einem auslassen, ihn schmähen u. mißhandeln, Luc. fugit. 18 u. a. Sp.; auch τινά, Anton. Lib. 12. Pass. τὰ ἐξυβρισμένα, das Verachtete, Longin. 43, 5. – Von Pflanzen, üppig, geil wachsen, Theophr., Plut., wie σώματα ἐξυβρίζοντα Plat. Legg. III, 691 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξυβρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, θρασύνομαι, γίνομαι θρασύς, αὐθάδης, αὐθαδιάζω, χρόνου δὲ οὐ πολλοῦ διεξελθόντος, αὐτίκα οἱ Μινύαι ἐξύβρισαν Ἡρόδ. 4. 146., 7. 5˙ εὐπραγίαις Θουκ. 1. 84˙ ὑπὸ πλούτου Ξεν. Κύρ. 8. 6, 1˙ ἐξ. ἐς τόδε, ἐξικνεῖσθαι εἰς τοιοῦτον βαθμὸν αὐθαδείας, Θουκ. 3. 39˙ μετ’ οὐδ’ ἐπιθ., παντοῖα ἐξυβρίζειν, ἐκτρέπεσθαι εἰς παντοίας βιαιοπραγίας, Ἡρόδ. 3. 126˙ τάδ’ ἐξ. Σοφ. Ἠλ. 293˙ ἐξ. πλείω περὶ τοὺς θεοὺς Λυς. 191. 19˙ μηδὲν ἐς ἡμᾶς ἄλλο ἐξύβριζον Λουκ. Δραπέτ. 18. 2) μετ’ αἰτ. προσ., μεταχειρίζομαί τινα ὑβριστικῶς καὶ τυραννικῶς, Ἀντών. Λιβεράλ. 12, Κόνων 24˙ ἐντεῦθεν ἐν τῷ Παθ., τὰ ἐξυβρισμένα, καταπεφρονημένα πράγματα, Λογγῖνος 43. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ σώματος ἐκ τῆς πολλῆς τροφῆς, «ξεσπῶ», ἐξυβρίζοντα τὰ μὲν εἰς νόσους θεῖ, τὰ δὲ εἰς ἔκγονον ὕβρεως ἀδικίαν Πλάτ. Νόμοι 691C˙ ἐπὶ φυτῶν, σφριγῶ, εἶμαι πλήρης ὀργανισμοῦ, Ἀριστ. π. Ζ. γεν. 1. 18, 58, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 16, 8.
French (Bailly abrégé)
éclater d’orgueil, d’insolence : ἐξ. εἰς τόδε THC en venir à cet excès d’arrogance ; ἐξ. εἴς τινα LUC être arrogant envers qqn.
Étymologie: ἐξ, ὑβρίζω.
Greek Monolingual
και ξεβρίζω (AM ἐξυβρίζω)
χρησιμοποιώ προσβλητικές ή υβριστικές φράσεις ή ενέργειες εναντίον κάποιου
μσν.- νεοελλ.
ατιμάζω, ντροπιάζω
αρχ.
1. γίνομαι αυθάδης, αποθρασύνομαι («χρόνου δέ ού πολλού διεξελθόντος αύτίκα οί Μινύαι εξύβρισαν», Ηρόδ.)
2. (για φυτά) αυξάνομαι υπερβολικά
3. (για τα σώματα, λόγω τρυφηλής ζωής) εκτρέπομαι, ξεσπώ («ἐξυβρίζοντα τὰ μὲν εἰς νόσους θεῑ...»).
Greek Monotonic
ἐξυβρίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, αποθρασύνομαι, αποχαλινώνομαι, οργιάζω, αυθαδιάζω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἐξ. ἐς τόδε, να φτάσει κάποιος σε τέτοιο σημείο αυθάδειας, θράσους, στον ίδ.· με επίθ. ουδ., παντοῖα ἐξ., διαπράττω όλα τα είδη βίας, σε Ηρόδ.