ἐπιμήνιος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπιμήνιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται ή συμβαίνει περιοδικά, [[κάθε]] [[μήνα]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά ἐπιμήνια</i><br />η [[εμμηνορρυσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατέχει ένα [[αξίωμα]] για έναν [[μήνα]]<br /><b>2.</b> (για ζωοτροφές) αυτός που φθάνει για έναν [[μήνα]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐπιμήνιοι</i><br />α) άρχοντες με μηνιαία [[θητεία]]<br />β) ιερείς που τελούν τα επιμήνια<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά ἐπιμήνια</i><br />α) θυσίες που γίνονται [[κάθε]] [[μήνα]], μηνιαίες προσφορές<br />β) προμήθειες για έναν [[μήνα]]<br />γ) προμήθειες<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιμήνιον</i><br />μηνιαία [[πληρωμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -[[μήνιος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μήν</i> «[[μήνας]]»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εμ</i>-[[μήνιος]], <i>τετρα</i>-[[μήνιος]])]. | |mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπιμήνιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται ή συμβαίνει περιοδικά, [[κάθε]] [[μήνα]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά ἐπιμήνια</i><br />η [[εμμηνορρυσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατέχει ένα [[αξίωμα]] για έναν [[μήνα]]<br /><b>2.</b> (για ζωοτροφές) αυτός που φθάνει για έναν [[μήνα]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐπιμήνιοι</i><br />α) άρχοντες με μηνιαία [[θητεία]]<br />β) ιερείς που τελούν τα επιμήνια<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά ἐπιμήνια</i><br />α) θυσίες που γίνονται [[κάθε]] [[μήνα]], μηνιαίες προσφορές<br />β) προμήθειες για έναν [[μήνα]]<br />γ) προμήθειες<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιμήνιον</i><br />μηνιαία [[πληρωμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -[[μήνιος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μήν</i> «[[μήνας]]»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εμ</i>-[[μήνιος]], <i>τετρα</i>-[[μήνιος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιμήνιος:''' -ον ([[μήν]]), [[μηνιαίος]]· ως ουσ., <i>ἐπιμήνια</i>, <i>τά</i>, (εννοείται [[ἱερά]]), μηνιαίες προσφορές ή θυσίες, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A monthly, χρεῶν -ίων τόκοι Hondius Novae Inscriptiones Atticae91; holding office for a month, πολέμαρχος, προμνήμων, at Chios, SIG402.1, 443.1,2 (iii B.C.); ἐπιμήνιοι, οἱ, monthly officers, ib.58.5 (Milet., v B.C.), OGI229.30(Smyrna, iii B.C.): sg., IG12(2).645b38 (Nesos); ἐ. τῶν ταμιῶν SIG426.27 (Bargylia, iii B.C.). 2. priests who offered the ἐπιμήνια, Hsch.; ἐπιμηνίους . . οἵτινες ἐχθυσεῦνται τὰ ἱερὰ μετὰ τοῦ ἱερέως SIG1106.63 (Cos), cf. 1044.24 (Halic.), Test.Epict.2.33. II. ἐπιμήνια, τά, 1. (sc. ἱερά) monthly offerings, Hdt.8.41, Inscr. ap. Ath. 6.234e. 2. provisions, monthly ration, POxy.531.17 (ii A.D.), etc.; also ἐ. ὀψώνια PLond.2.190.16 (iii A.D.); ὁ ἐ. σῖτος Plu.Flam.5; ὁ λόγος ὁ ἐ. the monthly account, SIG578.54 (Teos, ii B.C.). b. simply, provisions, for a ship, Plb.31.12.13, Sor.1.19. 3. monthly courses of women, Hp.Nat.Mul.13, Sor.1.19 (sg.); ἐπιμήνιον (sc. αἷμα), τό, Dsc.2.79; κάθαρσις ἐπιμηνίων Aret.SA1.9.
German (Pape)
[Seite 962] auf den Monat, monatlich, σῖτος Plut. Flam. 5. Gew. τὰ ἐπιμήνια, – 1) monatliche Opfer, ἐπιτελέειν Her. 4, 41; θύειν Ath. VI, 234 e; οἱ ἐπιμήνιοι, die ein solches Opfer darbringen, Marm. Ox. p. 7, wenn nicht οἱ ἐπιμήνιοι τῆς βουλῆς die monatlich den Vorsitz Führenden sind. – 2) Lebensmittel auf einen Monat, u. übh. Proviant, der monatlich vorausgegeben zu werden pflegte, Pol. 31, 20, 13. 22, 12, nach B. A. 254 τὰ ἐφόδια. – 3) die monatliche Reinigung der Weiber, Arist. H. A. 10, 7; Medic.; auch ἐπιμήνιον αἷμα γυναικῶν, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμήνιος: -ον, (μὴν) μηνιαῖος, ἐπιμήνιοι, οἱ, μηνιαῖοι ἄρχοντες, οἷοι οἱ πρυτάνεις ἐν Ἀθήναις, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. ΙΙ. 35, 3137. 30 (Προσθ.), 3641b. 5, πρβλ. Ἑρμάννου Πολ. Ἀρχ. 127. 54. 2) ἐπιμήνιοι, ἱερεῖς, ἱεροποιοί, οἱ τὰ ἐπιμήνια προσφέροντες, Ἡσύχ., Ἐπιγρ. Κῶ 36 b, 25 κἑξ.· ἐν τῷ ἑνικ., ἐπιγρ. παρὰ Hicks 138 § 11, 24. ΙΙ. ἐπιμήνια, τά, 1) (ἐξυπ. ἱερὰ) μηνιαῖαι προσφοραὶ ἢ θυσίαι, ὡς τὰ ἔμμηνα, Ἡρόδ. 8. 41, παρ’ Ἀθην. 234Ε. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐκαλεῖτο δὲ καὶ θυσία τις ἐπιμήνια, ἡ κατὰ μῆνα τῇ νουμηνίᾳ συντελουμένη». 2) ἐπιτήδεια, ζωοτροφίαι δι’ ἕνα μῆνα, Λατ. menstruum, Πολύβ. 31. 20, 13, κτλ., Ἰουβενάλ. 7. 120· ὡσαύτως, ὁ ἐπ. σῖτος Πλουτ. Φλαμιν. 5· ὁ λόγος ὁ ἐπ., ὁ κατὰ μῆνα λογαριασμός, Συλλ. Ἐπιγρ. 3059. 19. 3) ἡ μηνιαία περίοδος τῶν γυναικῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱ. 10. 7, 11 κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, ἐπιμήνιον (ἐξυπ. αἷμα), τό, Διοσκ. 2. 97· ἡ ἐπιμηνίων κάθαρσις Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mensuel ; τὰ ἐπιμήνια sacrifices mensuels.
Étymologie: ἐπί, μήν².
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπιμήνιος, -ον)
1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει περιοδικά, κάθε μήνα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ἐπιμήνια
η εμμηνορρυσία
αρχ.
1. αυτός που κατέχει ένα αξίωμα για έναν μήνα
2. (για ζωοτροφές) αυτός που φθάνει για έναν μήνα
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπιμήνιοι
α) άρχοντες με μηνιαία θητεία
β) ιερείς που τελούν τα επιμήνια
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ἐπιμήνια
α) θυσίες που γίνονται κάθε μήνα, μηνιαίες προσφορές
β) προμήθειες για έναν μήνα
γ) προμήθειες
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμήνιον
μηνιαία πληρωμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -μήνιος (< μήν «μήνας»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. εμ-μήνιος, τετρα-μήνιος)].
Greek Monotonic
ἐπιμήνιος: -ον (μήν), μηνιαίος· ως ουσ., ἐπιμήνια, τά, (εννοείται ἱερά), μηνιαίες προσφορές ή θυσίες, σε Ηρόδ.