ἐργατίνης: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐργατίνης]], ὁ (AM)<br /><b>1.</b> [[εργάτης]], [[γεωργός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ασκεί μια [[τέχνη]]<br /><b>3.</b> (για τον Χριστό) [[δημιουργός]]<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> [[εργατικός]], [[δραστήριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εργάτης]] με κατάλ. -<i>ίνης</i> που [[συνήθως]] μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Αισχ</i>-<i>ίνης</i>)]. | |mltxt=[[ἐργατίνης]], ὁ (AM)<br /><b>1.</b> [[εργάτης]], [[γεωργός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ασκεί μια [[τέχνη]]<br /><b>3.</b> (για τον Χριστό) [[δημιουργός]]<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> [[εργατικός]], [[δραστήριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εργάτης]] με κατάλ. -<i>ίνης</i> που [[συνήθως]] μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Αισχ</i>-<i>ίνης</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐργᾰτίνης:''' [ῐ], -ου, ὁ, = [[ἐργάτης]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γεωργός]], [[καλλιεργητής]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ., [[ενεργητικός]], [[δραστήριος]], [[κοπιαστικός]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., αυτός που κατασκευάζει [[κάτι]] ή εξασκεί μια [[τέχνη]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ,
A = ἐργάτης, esp. husbandman, Theoc.10.1, A.R.2.376 (pl.) ; ἐ. ἄνδρες Theoc.21.3, AP11.58 (Maced.) ; βοῦς ἐ. A.R.2.663 (pl.), AP 6.228 (Adaeus). II c. gen., making a thing or practising an art, μέλιτος ὁ χρυσὸς ἐ. AP5.239 (Maced.); Κύπριδος ib.274 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 1020] ὁ, = ἐργάτης, der Arbeiter, u. adj. arbeitsam, thätig, Theocr. 10, 1. 21, 3, vom Landbauer; sp. D., ἀνέρες Haced. 18 (XI, 58); βοῦς Add. 3 (VI, 228), wie Ap. Rh. 2, 663; Κύπριδος Paul. Sil. 12 (V, 2751; auch fem., παλάμαι Ep. ad. 194 (App. 323).
Greek (Liddell-Scott)
ἐργᾰτίνης: ῐ, ου, ὁ, = ἐργάτης, ἰδίως γεωργός, ἐργ. βουκαῖος, ἐργ. ἀνὴρ Θεόκρ. 10. 1., 21. 3, Ἀνθ. Π. 11. 58· οὕτω, βοῦς ἐργ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 663, Ἀνθ. Π. 6. 228. 2) ὡς ἐπίθ., ἐργατικός, δραστήριος, ἐνεργητικός, μετὰ θηλ. οὐσιαστ., ἐργατίναις παλάμαισιν Ἀνθ. Π. παράρτ. 323. ΙΙ. μετὰ γεν., ἐργαζόμενός τι ἢ ἀσκῶν τέχνην τινά, Ἀνθ. Π. 5. 240, 275.
French (Bailly abrégé)
ου;
I. adj. (ὁ, ἡ) laborieux, actif;
II. subst. ὁ ἐργατίνης :
1 travailleur;
2 particul. cultivateur.
Étymologie: ἐργάτης.
Greek Monolingual
ἐργατίνης, ὁ (AM)
1. εργάτης, γεωργός
2. αυτός που ασκεί μια τέχνη
3. (για τον Χριστό) δημιουργός
4. ως επίθ. εργατικός, δραστήριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εργάτης με κατάλ. -ίνης που συνήθως μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια (πρβλ. Αισχ-ίνης)].
Greek Monotonic
ἐργᾰτίνης: [ῐ], -ου, ὁ, = ἐργάτης·
I. 1. γεωργός, καλλιεργητής, σε Θεόκρ.
2. ως επίθ., ενεργητικός, δραστήριος, κοπιαστικός, σε Ανθ.
II. με γεν., αυτός που κατασκευάζει κάτι ή εξασκεί μια τέχνη, στον ίδ.