ἐφορμέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être mouillé en face de : [[τῷ]] λιμένι THC, ἐπὶ [[τῷ]] λιμένι XÉN bloquer le port ; <i>Pass.</i> être bloqué ; <i>p. ext.</i> veiller sur : τοῖς καιροῖς DÉM guetter l’occasion;<br /><b>2</b> atterrir, aborder.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὁρμέω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être mouillé en face de : [[τῷ]] λιμένι THC, ἐπὶ [[τῷ]] λιμένι XÉN bloquer le port ; <i>Pass.</i> être bloqué ; <i>p. ext.</i> veiller sur : τοῖς καιροῖς DÉM guetter l’occasion;<br /><b>2</b> atterrir, aborder.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὁρμέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐφορμέω:''' Ιων. ἐπ-, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μένω]] αγκυροβολημένος σε ή ακριβώς [[απέναντι]] από ένα [[τόπο]], [[εκτελώ]] [[ναυτικό]] αποκλεισμό, <i>λαθὼν τοὺς ἐπορμέοντας</i>, ξεφεύγοντας από τον στόλο του αποκλεισμού, σε Ηρόδ.· <i>ἐφ. τῷ λιμένι</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[παραμονεύω]], [[ενεδρεύω]] και [[παρακολουθώ]], σε Σοφ., Δημ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφορμέω Medium diacritics: ἐφορμέω Low diacritics: εφορμέω Capitals: ΕΦΟΡΜΕΩ
Transliteration A: ephorméō Transliteration B: ephormeō Transliteration C: eformeo Beta Code: e)forme/w

English (LSJ)

Ion. ἐπ-,

   A lie moored at or over against a place, blockade it, λαθὼν τοὺς ἐπορμέοντας having escaped the blockading fleet, Hdt.8.81, cf. Th.8.75, X.An.7.6.25; πεζῇ τε καὶ ναυσὶν ἐ. Th.4.24: c. dat., ἐ. τῷ λιμένι Id.7.3, cf. 3.31; ἐπὶ τῇ Μιλήτῳ Id.8.30; ἐπὶ τῷ λιμένι X.HG6.2.7; ἐπὶ τοῦ στόματος Plb. 1.46.5: c. acc., ἐ. ναυσὶ τὴν ἀκτήν App.BC5.72: generally, lie by and watch, S.OC812; ἐ. τοῖς καιροῖς D.3.7; rely on, εἰκόσι καὶ πιθανοῖς Ph. 2.413,al.:—Pass., to be blockaded, Th.1.142, 8.20.

German (Pape)

[Seite 1122] ion. ἐπορμέω, mit dem Schiffe vor Anker liegen, gew. in feindlicher Absicht, um den Feind zu blokiren oder zu beobachten, ἐφορμεῖν καὶ τοῦ πορθμοῦ κρατεῖν Thuc. 4, 24, τῷ λιμένι, den Hafen blokiren, 7, 3 (wie Nic. 3 (V, 44) u. D. Sic. 19, 49); eben so absolut, 1, 116, wo der Schol. εἰς ἐπίθεσιν εἶναι, πολιορκεῖν erkl.; ἐπὶ τῇ Μιλήτῳ τῷ ναυτικῷ ἐφορμεῖν 8, 30. Da ἐφορμᾶν bei Thuc. nicht vorkommt, ist ἢν ἐφορμῶσιν αὐτοῖς (so für αὐτούς zu schreiben) = auch wenn sie dieselben blokiren sollten, 3, 31; ἐπεὶ οἱ ἐφορμοῦντες ὀλιγώρως εἶχον, ἐξέπλευσαν Xen. Hell. 1, 6, 20; ἐπὶ τῷ λιμένι 6, 2, 7; τῷ στόλῳ τοὺς 'Ρωμαίους ἐπὶ τοῦ στόματος ἐφορμεῖν Pol. 1, 46, 5; – ἐφ' ἣν βοήθειαν αἱ τριήρεις ὅμως ἐφώρμουν Dem. 19, 322; übertr., τοῖς καιροῖς ἐφορμεῖν, aufpassen, auflauern, 3, 7; vgl. Soph. μηδέ με φύλασσ' ἐφορμῶν, bewachend, gleichsam blokirt haltend, O. C. 816; – anlanden, Xen. Lac. 2, 13, wie auch Thuc. 6, 49 ἐφορμηθέντες erkl. wird, wo Schäfer ἐφορμισθέντες ändert; sonst bedeutet das pass. bei Thuc. blokirt gehalten werden, 1, 142. 8, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφορμέω: Ἰων. ἐπορμέω: μέλλ. -ήσω· - μένω ἠγκυροβολημένος παρά τινι τόπῳ ἢ κατέναντι αὐτοῦ, ἐκτελῶ ἀποκλεισμόν, λαθὼν τοὺς ἐπορμέοντας, διαφυγὼν τὸν στόλον τοῦ ἀποκλεισμοῦ, Ἡρόδ. 8. 81, πρβλ. Θουκ. 8. 75, Ξεν. Ἀν. 1. 6, 20 κἑξ.· πεζῇ τε καὶ ναυσὶν ἐφ. Θουκ. 4. 24: - μετὰ δοτ., ἐφορ. τῷ λιμένι ὁ αὐτ. 7. 3· ἀπὶ τῇ Μιλήτῳ ὁ αὐτ. 5. 30· ἐπὶ τῷ λιμένι Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 7· ἐπὶ τοῦ στόματος Πολύβ. 1. 46, 5·- μετ’ αἰτ., ἐφ. ναυσὶ τὴν ἀκτὴν Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 72· (ἐν Θουκ. 3. 31, τὸ ἢν ἐφορμῶσιν αὐτοῖς, φαίνεται ἐφθαρμένον)· - καθόλου παραμονεύω, μηδέ με φύλασσ’ ἐφορμῶν ἔνθα χρή ναίειν ἐμὲ Σοφ. Ο. Κ. 812· ἐφ. τοῖς καιροῖς Δημ. 30. 18· - Παθ., διὰ τὸ ὑφ’ ἡμῶν πολλαῖς ναυσὶν ἀεὶ ἐφορμεῖσθαι Θουκ. 1. 142., 8. 20· ἐν 6. 49 ὁ Schäfer διώρθωσεν ἐφορμισθέντας.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être mouillé en face de : τῷ λιμένι THC, ἐπὶ τῷ λιμένι XÉN bloquer le port ; Pass. être bloqué ; p. ext. veiller sur : τοῖς καιροῖς DÉM guetter l’occasion;
2 atterrir, aborder.
Étymologie: ἐπί, ὁρμέω.

Greek Monotonic

ἐφορμέω: Ιων. ἐπ-, μέλ. -ήσω,
1. μένω αγκυροβολημένος σε ή ακριβώς απέναντι από ένα τόπο, εκτελώ ναυτικό αποκλεισμό, λαθὼν τοὺς ἐπορμέοντας, ξεφεύγοντας από τον στόλο του αποκλεισμού, σε Ηρόδ.· ἐφ. τῷ λιμένι, σε Θουκ.
2. γενικά, παραμονεύω, ενεδρεύω και παρακολουθώ, σε Σοφ., Δημ.