ἱμαντοπέδη: Difference between revisions
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱμαντοπέδη]], ἡ (Α)<br />(για τα πλοκάμια του πολύποδα) [[ιμάντινος]] [[δεσμός]], σφιχτό [[δέσιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]»]. | |mltxt=[[ἱμαντοπέδη]], ἡ (Α)<br />(για τα πλοκάμια του πολύποδα) [[ιμάντινος]] [[δεσμός]], σφιχτό [[δέσιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱμαντοπέδη:''' ἡ, [[ιμάντινος]] [[δεσμός]], [[παγίδα]], λέγεται για τα πλοκάμια του χταποδιού, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A leathern noose, of a polypus' leg, AP9.94 (Isid. Aeg.).
German (Pape)
[Seite 1252] ἡ, Schlinge von Riemen, Isid. ep. 1 (IX, 94).
Greek (Liddell-Scott)
ἱμαντοπέδη: ἡ ἱμάντινος δεσμός, παγίς· ἐπὶ τῶν πλοκάμων τοῦ πολυποδος, Ἀνθ. Π. 9. 94.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
entrave faite d’une courroie (de cuir).
Étymologie: ἱμάς, πέδη.
Greek Monolingual
ἱμαντοπέδη, ἡ (Α)
(για τα πλοκάμια του πολύποδα) ιμάντινος δεσμός, σφιχτό δέσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + πέδη «δεσμός»].
Greek Monotonic
ἱμαντοπέδη: ἡ, ιμάντινος δεσμός, παγίδα, λέγεται για τα πλοκάμια του χταποδιού, σε Ανθ.