καταγωνίζομαι: Difference between revisions
(19) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταγωνίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αγωνίζομαι]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[αντιμάχομαι]], [[καταπολεμώ]] («πάντων γοῡν αὐτὴν καταγωνιζομένων τὴν ἀλήθειαν καὶ τῶν πιθανοτήτων [[μετὰ]] τοῡ ψεύδους ταττομένων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[νικώ]] κάποιον<br /><b>4.</b> [[κερδίζω]] [[κάτι]] με αγώνα («οἱ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας», ΚΔ). | |mltxt=[[καταγωνίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αγωνίζομαι]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[αντιμάχομαι]], [[καταπολεμώ]] («πάντων γοῡν αὐτὴν καταγωνιζομένων τὴν ἀλήθειαν καὶ τῶν πιθανοτήτων [[μετὰ]] τοῡ ψεύδους ταττομένων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[νικώ]] κάποιον<br /><b>4.</b> [[κερδίζω]] [[κάτι]] με αγώνα («οἱ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας», ΚΔ). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατᾰγωνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[αγωνίζομαι]], [[μάχομαι]] [[εναντίον]], [[υπερισχύω]] [[έναντι]], [[κατακτώ]], [[νικώ]], σε Λουκ.· ως Παθ., καταγωνισθεὶς [[ὑπό]] τινος, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 30 December 2018
English (LSJ)
A prevail against, τινας Plb.2.42.3,al., OGI553.7 (Xanthus); τὰ αἰσχρὰ τῶν παθῶν Metrod.Herc.831.19; κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.VH2.22; ἕλκη διαίτῃ Dam.Isid.122:—Pass., καταγωνισθῆναι τὰ ὅλα Plb.3.4.12; ὑπό τινος Luc.Symp.19. 2 contend against, τὴν ἀλήθειαν Plb.13.5.5, cf. 12.25d.6. II win by a struggle, βασιλείας Ep.Hebr.11.33.
German (Pape)
[Seite 1344] niederkämpfen, überwältigen, τινά, Pol. 2, 45, 4, Luc. D. D. 13, 1; Plut. Num. 19; καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc. conv. 19; übh. gegen Einen ankämpfen, Pol. 2, 42, 5; auch τὴν ἀλήθειαν, 13, 5, 5; περὶ στεφάνου, Luc. V. H. 2, 22.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰγωνίζομαι: μέλλ. -ίσομαι, Ἀττ. -ῐοῦμαι, ἀποθ.:- ἀγωνίζομαι ἐναντίον τινός, τινα Πολύβ. 2. 42, 3, κτλ.· τὴν ἀλήθειαν ὁ αὐτ. 13. 5, 5. 2) ὑπερισχύω ἐναντίον τινός, νικῶ, ὁ αὐτ. 2. 45, 4· κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 22.- Παθ., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 19.
French (Bailly abrégé)
f. καταγωνίσομαι, att. καταγωνιοῦμαι;
1 lutter contre;
2 vaincre dans un combat.
Étymologie: κατά, ἀγωνίζομαι.
English (Strong)
from κατά and ἀγωνίζομαι; to struggle against, i.e. (by implication) to overcome: subdue.
English (Thayer)
deponent middle; 1st aorist κατηγωνισαμην;
1. to struggle against (Polybius 2,42, 3, etc.).
2. to overcome (cf. German niederkämpfen): Polybius, Josephus, Lucian, Plutarch, Aelian)
Greek Monolingual
καταγωνίζομαι (Α)
1. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου
2. αντιμάχομαι, καταπολεμώ («πάντων γοῡν αὐτὴν καταγωνιζομένων τὴν ἀλήθειαν καὶ τῶν πιθανοτήτων μετὰ τοῡ ψεύδους ταττομένων», Πολ.)
3. νικώ κάποιον
4. κερδίζω κάτι με αγώνα («οἱ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας», ΚΔ).
Greek Monotonic
κατᾰγωνίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ., αγωνίζομαι, μάχομαι εναντίον, υπερισχύω έναντι, κατακτώ, νικώ, σε Λουκ.· ως Παθ., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος, στον ίδ.