καταχήνη: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(20)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταχήνη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[περίγελος]], [[εμπαιγμός]] [[κοροϊδία]] («ἆρ οὐ [[μεγάλη]] τοῡτ' ἔστ' ἀρχὴ καὶ τοῡ πλούτου [[καταχήνη]];», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Καταχῆναι</i><br />[[τίτλος]] ενός δράματος <b>επιγρ.</b><br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] φυλαχτού [[κατά]] της βασκανίας, με [[σχήμα]] ακρίδας, που προσφερόταν στους επισκέπτες στην Ακρόπολη τών Αθηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χήνη</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>χην</i>- του [[χαίνω]], <b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>κέ</i>-<i>χην</i>-<i>α</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυσο</i>-<i>χήνη</i>].
|mltxt=[[καταχήνη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[περίγελος]], [[εμπαιγμός]] [[κοροϊδία]] («ἆρ οὐ [[μεγάλη]] τοῡτ' ἔστ' ἀρχὴ καὶ τοῡ πλούτου [[καταχήνη]];», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Καταχῆναι</i><br />[[τίτλος]] ενός δράματος <b>επιγρ.</b><br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] φυλαχτού [[κατά]] της βασκανίας, με [[σχήμα]] ακρίδας, που προσφερόταν στους επισκέπτες στην Ακρόπολη τών Αθηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χήνη</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>χην</i>- του [[χαίνω]], <b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>κέ</i>-<i>χην</i>-<i>α</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυσο</i>-<i>χήνη</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταχήνη:''' ἡ (χᾰνεῖν), [[περίγελως]], [[καταφρόνηση]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχήνη Medium diacritics: καταχήνη Low diacritics: καταχήνη Capitals: ΚΑΤΑΧΗΝΗ
Transliteration A: katachḗnē Transliteration B: katachēnē Transliteration C: katachini Beta Code: kataxh/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A flouting, mockery, Ar.V.575, Ec.631; Καταχῆναι, αἱ, title of play, IG14.1097.8.    II amulet in the shape of a locust offered in the Acropolis of Athens, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

καταχήνη: ἡ κατάγελως, περίγελως, καταφρόνησις, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 575, Ἐκκλ. 631 (πρβλ. καταχαίνω)˙ Καταχῆναι εἶναι ὄνομα δράματος ἐν τῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 229. 8. ΙΙ. εἶδος φυλακτηρίου ἔχοντος τὸ σχῆμα ἀκρίδος καὶ προσφερομένου ἐν τῇ Ἀκροπόλει τῶν Ἀθηνῶν. Ἡσύχ., ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 970˙- τὸ «φάσμα» (νυκτερὶς) καλεῖται σήμερον ἐν Ρόδῳ καταχανᾶς, C. T. Newton.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
dérision, moquerie.
Étymologie: κατά, χαίνω.

Greek Monolingual

καταχήνη, ἡ (Α)
1. περίγελος, εμπαιγμός κοροϊδία («ἆρ οὐ μεγάλη τοῡτ' ἔστ' ἀρχὴ καὶ τοῡ πλούτου καταχήνη;», Αριστοφ.)
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Καταχῆναι
τίτλος ενός δράματος επιγρ.
3. (κατά τον Ησύχ.) είδος φυλαχτού κατά της βασκανίας, με σχήμα ακρίδας, που προσφερόταν στους επισκέπτες στην Ακρόπολη τών Αθηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -χήνη (< θ. χην- του χαίνω, πρβλ. παρακμ. κέ-χην-α), πρβλ. κυσο-χήνη].

Greek Monotonic

καταχήνη: ἡ (χᾰνεῖν), περίγελως, καταφρόνηση, σε Αριστοφ.