κολυμβήθρα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(21)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κολυμπήθρα, η (AM [[κολυμβήθρα]])<br />[[ιερό]] [[σκεύος]] [[μέσα]] στο οποίο βαπτίζονται οι χριστιανοί<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δεξαμενή]], [[στέρνα]]<br /><b>2.</b> [[βάπτισμα]] («δύναμιν τοῦ μυστηρίου τῆς κολυμβήθρας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λουτρό]]<br /><b>2.</b> [[βαρέλι]] για [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολυμβώ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -(<i>ή</i>)<i>θρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δακτυλ</i>-<i>ήθρα</i>, <i>ουρ</i>-<i>ήθρα</i>)].
|mltxt=και κολυμπήθρα, η (AM [[κολυμβήθρα]])<br />[[ιερό]] [[σκεύος]] [[μέσα]] στο οποίο βαπτίζονται οι χριστιανοί<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δεξαμενή]], [[στέρνα]]<br /><b>2.</b> [[βάπτισμα]] («δύναμιν τοῦ μυστηρίου τῆς κολυμβήθρας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λουτρό]]<br /><b>2.</b> [[βαρέλι]] για [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολυμβώ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -(<i>ή</i>)<i>θρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δακτυλ</i>-<i>ήθρα</i>, <i>ουρ</i>-<i>ήθρα</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κολυμβήθρα:''' ἡ, [[τόπος]] για [[κολύμπι]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολυμβήθρα Medium diacritics: κολυμβήθρα Low diacritics: κολυμβήθρα Capitals: ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ
Transliteration A: kolymbḗthra Transliteration B: kolymbēthra Transliteration C: kolymvithra Beta Code: kolumbh/qra

English (LSJ)

ἡ,

   A place for diving, swimming-bath, Pl.R.453d, D.S.11.25; κ. μύρου Alex.300.    II wine-vat, tun, D.S.13.83.    III reservoir, cistern, LXX 4 Ki.18.17.    IV baptismal font, POxy.147 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1476] ἡ, Ort zum Untertauchen, zum Baden; Plat. Rep. V, 453 d; κολυμβᾶν εἰς κολυμβήθραν μύρου Alexis bei Ath. I, 18 c; Sp., wie D. Sic. 4, 78. 11, 25.

Greek (Liddell-Scott)

κολυμβήθρα: ἡ, τόπος διὰ κολύμβημα, Πλάτ. Πολ. 453D· κολυμβᾶν εἰς κολυμβήθραν μύρου Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 28. ΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ὡς καὶ νῦν, σκεῦος πρὸς βάπτισιν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3726b, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
piscine, bain.
Étymologie: κολυμβάω.

Spanish

piscina

English (Strong)

from κολυμβάω; a diving-place, i.e. pond for bathing (or swimming): pool.

English (Thayer)

κολυμβήθρας, ἡ (κολυμβάω), a place for diving, a swimming-pool (A. V. simply pool): in 11; a reservoir or pool used for bathing, R L), 7). (Plato, rep. 5, p. 453d.; Diodorus, Joseph, others; the Sept., Nahum 2:8.)

Greek Monolingual

και κολυμπήθρα, η (AM κολυμβήθρα)
ιερό σκεύος μέσα στο οποίο βαπτίζονται οι χριστιανοί
μσν.-αρχ.
1. δεξαμενή, στέρνα
2. βάπτισμα («δύναμιν τοῦ μυστηρίου τῆς κολυμβήθρας»)
αρχ.
1. λουτρό
2. βαρέλι για κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολυμβώ + επίθημα -(ή)θρα (πρβλ. δακτυλ-ήθρα, ουρ-ήθρα)].

Greek Monotonic

κολυμβήθρα: ἡ, τόπος για κολύμπι, σε Πλάτ.