κίνυμαι: Difference between revisions

From LSJ

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=κίννυμαι (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κίνυμαι]].———————— [[κίνυμαι]] και κίννυμαι (Α)<br />κινούμαι, [[πορεύομαι]] («ἐς πόλεμον πυκιναὶ κίνυντο φάλαγγες», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>κινῶ</i>].
|mltxt=κίννυμαι (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κίνυμαι]].———————— [[κίνυμαι]] και κίννυμαι (Α)<br />κινούμαι, [[πορεύομαι]] («ἐς πόλεμον πυκιναὶ κίνυντο φάλαγγες», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>κινῶ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κίνῠμαι:''' [ῑ], αποθ., <i>κινέομαι</i>, μόνο στον ενεστ. και παρατ., κινούμαι, [[πορεύομαι]], <i>ἐς πόλεμον κίνυντο</i> (Επικ. παρατ.), βημάτιζαν προς τη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κινυμένοιο</i>, [[καθώς]] κινούνταν, στο ίδ.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίνῠμαι Medium diacritics: κίνυμαι Low diacritics: κίνυμαι Capitals: ΚΙΝΥΜΑΙ
Transliteration A: kínymai Transliteration B: kinymai Transliteration C: kinymai Beta Code: ki/numai

English (LSJ)

[ῑ],

   A = κινέομαι (only in pres. and impf.), go, move, Il.10.280, Od.10.556; ἐς πόλεμον . . κίνυντο φάλαγγες they marched... Il. 4.281, cf. 332, etc.; τοῦ καὶ κινυμένοιο as it was stirred... 14.173, cf. A.R.1.1308; of dancing, AP5.128 (Autom.).

German (Pape)

[Seite 1441] = κινέομαι, nur praes. u. impf., sich bewegen; κίνυντο φάλαγγες Il. 4, 332, öfter in dieser Vrbdg; οὐδέ σε λήθω κινύμενος 10, 280; ἔλαιον κινύμενον, umgeschütteltes Oel, 14, 173; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1308. 2, 1078; Automed. 3 (V, 129).

Greek (Liddell-Scott)

κίνῠμαι: ῑ, ἀποθετ. = κινέομαι (ἀλλὰ μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.), πορεύομαι, κινοῦμαι, ἐς πόλεμον... κίνυντο φάλαγγες, ἔβαινον, ἐκινοῦντο..., Ἰλ. Δ. 281, 332, κτλ.· τοῦ καὶ κινυμένοιο, καθώς ἐκινεῖτο..., Ξ. 173, πρβλ. Κ. 280, Ὀδ. Κ. 556· ἐπὶ ὀρχήσεως, Ἀνθ. Π. 5. 129.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ἐκινύμην;
1 se mettre en mouvement, partir : ἐς πόλεμον IL pour la guerre;
2 Pass. être secoué, agité.
Étymologie: R. Κι, mouvoir, cf. κινέω.

English (Autenrieth)

part. κῖνύμενος = κῖνέομαι, move on, march.

Greek Monolingual

κίννυμαι (Α)
βλ. κίνυμαι.———————— κίνυμαι και κίννυμαι (Α)
κινούμαι, πορεύομαι («ἐς πόλεμον πυκιναὶ κίνυντο φάλαγγες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κινῶ].

Greek Monotonic

κίνῠμαι: [ῑ], αποθ., κινέομαι, μόνο στον ενεστ. και παρατ., κινούμαι, πορεύομαι, ἐς πόλεμον κίνυντο (Επικ. παρατ.), βημάτιζαν προς τη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.· κινυμένοιο, καθώς κινούνταν, στο ίδ.