κοσμητήρ: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(21) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοσμητήρ]], -ῆρος, ὁ, θηλ. [[κοσμήτειρα]] (Α) [[κοσμώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που διευθύνει, [[αρχηγός]]<br /><b>2.</b> (στον Ίτανο) [[τίτλος]] επώνυμου άρχοντα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κοσμήτειρα]] τῆς Ἀρτέμιδος» — [[τίτλος]] γυναίκας αξιωματούχου στην Έφεσο. | |mltxt=[[κοσμητήρ]], -ῆρος, ὁ, θηλ. [[κοσμήτειρα]] (Α) [[κοσμώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που διευθύνει, [[αρχηγός]]<br /><b>2.</b> (στον Ίτανο) [[τίτλος]] επώνυμου άρχοντα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κοσμήτειρα]] τῆς Ἀρτέμιδος» — [[τίτλος]] γυναίκας αξιωματούχου στην Έφεσο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κοσμητήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Επιγρ. [[παρά]] Αισχίν., σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A = κοσμητής, Epigr. ap. Aeschin.3.185. II at Itanos, title of eponymous magistrate, SIG463.15 (iii B. C.), Supp.Epigr.2.512.22.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμητήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ κοσμητής, Ἐπίγραμμ. παρ᾿ Αἰσχίν. 80. 22, Πλουτ. Κίμ. 7.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui arrange, dispose ou dirige.
Étymologie: κοσμέω.
Greek Monolingual
κοσμητήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. κοσμήτειρα (Α) κοσμώ
1. αυτός που διευθύνει, αρχηγός
2. (στον Ίτανο) τίτλος επώνυμου άρχοντα
3. φρ. «κοσμήτειρα τῆς Ἀρτέμιδος» — τίτλος γυναίκας αξιωματούχου στην Έφεσο.
Greek Monotonic
κοσμητήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Επιγρ. παρά Αισχίν., σε Πλούτ.