Κύπριος: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(T22) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=Κυπρίου, ὁ, a Cyprian or Cypriote, i. e. a [[native]] or an [[inhabitant]] of [[Cyprus]]: [[Herodotus]], others.)) | |txtha=Κυπρίου, ὁ, a Cyprian or Cypriote, i. e. a [[native]] or an [[inhabitant]] of [[Cyprus]]: [[Herodotus]], others.)) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Κύπριος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κατάγεται από την Κύπρο, [[Κύπριος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> <i>Κύπρια</i>, <i>τά</i>, Επικ. [[ποίημα]] εισαγωγικό της Ιλιάδας, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A of Cyprus, Cyprian, Pi.P.2.16, Hdt.3.19, etc.; λίθος K., a kind of σμάραγδος (found in Cyprus, Thphr.Lap.25), Achae.5, cf. Plin.HN37.66; K. ἄρτοι Eub.77; K. παραπέτασμα Ar.Fr.611; K. τάριχος Posidipp.17; βοῦς K., prov. of an unclean feeder, Diogenian. 3.49, Suid., etc.; K. κάλαμος, = δόναξ, Dsc.1.85. 2 Κυπρία, ἡ, = Κύπρις, Pi.O.1.75. 3 Κύπρια, τά, an Epic poem introductory to the Il., Hdt.2.117, Arist.Po.1459b2.
Greek (Liddell-Scott)
Κύπριος: -α, -ον, ὁ ἐκ Κύπρου, Ἡρόδ. κλ.· λίθος Κ., εἶδος πολυτίμου λίθου, πιθαν. ἡ σμάραγδος, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 689Β· πρβλ. Θεοφρ. π. Λίθ. 25 καὶ 35, Πλίν. 37. 17· Κ. ἄρτοι ἦσαν διάσημοι, Εὔβουλ. ἐν «Ὀρθάνῃ» 2· ὡσαύτως, Κ. παραπετάσματα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 520· καὶ παστὸς ἰχθὺς ἐκ Κύπρου, τάριχον, Ποσείδιππ. ἐν «Μεταφερομένοις» 2· βοῦς Κ., παροιμ. ἐπὶ ἀδηφάγου ἀνθρώπου, Παροιμιογρ., Σουΐδ, κλ. ΙΙ. Κύπρια, τά, ἐπικόν τι ποίημα εἰσαγωγικὸν εἰς τὴν Ἰλ., ἀρχόμενον ἀπὸ τοῦ γάμου τοῦ Πηλέως μετὰ τῆς Θέτιδος, Ἡρόδ. 2. 117, Ἀριστ. Ποιητ. 23, 6.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Chypre ; οἱ Κύπριοι les Cypriotes ; τὰ Κύπρια les Chants cypriens, poème cyclique.
Étymologie: Κύπρος.
English (Slater)
Κύπριος
1 of Cyprus pro subs.,
a Aphrodite. “φίλια δῶρα Κυπρίας” (O. 1.75) (ἔρωτες)· οἶοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν Κυπρίας δώρων (N. 8.7)
b man of Cyprus φᾶμαι Κυπρίων (P. 2.16)
c τὰ Κύπρια, an epic poem, v. Ὅμηρος, test., fr. 265.
English (Strong)
from Κύπρος; a Cyprian (Cypriot), i.e. inhabitant of Cyprus: of Cyprus.
English (Thayer)
Κυπρίου, ὁ, a Cyprian or Cypriote, i. e. a native or an inhabitant of Cyprus: Herodotus, others.))
Greek Monotonic
Κύπριος: -α, -ον,
I. αυτός που κατάγεται από την Κύπρο, Κύπριος, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. Κύπρια, τά, Επικ. ποίημα εισαγωγικό της Ιλιάδας, στον ίδ.