κώνωψ: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
(22)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κώνωψ]], -ωπος)<br /><b>1.</b> [[κουνούπι]] («ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Κώνωψ</i><br />μικρό λατινικό [[ποίημα]] που αποδίδεται στον Βεργίλιο<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «oἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» — λέγεται γι' αυτούς που επικρίνουν τα μικρά ελαττώματα και παραβλέπουν τα μεγάλα αμαρτήματα<br />β) «[[κώνωψ]] ἐπὶ κέρατος βοός» — λέγεται για να δηλώσει ασήμαντα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η ετυμολόγηση του <i>κών</i>-<i>ωψ</i> <span style="color: red;"><</span> [[κῶνος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ὤψ</i> «όψη» δεν φαίνεται πιθ. Κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ. από την αιγυπτ. <i>hnms</i> «[[μύγα]], [[κουνούπι]]», σχηματισμένη με [[επίδραση]] της λ. [[κῶνος]]. Η λ. [[κωνώπιον]] «κουνουπάκι, [[κρεβάτι]] με [[κουνουπιέρα]]» συνδέθηκε παρετυμολογικώς με αμάρτυρο <i>κανώπιον</i> <span style="color: red;"><</span> αιγυπτ. [[πόλη]] [[Κάνωπος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κωνωπείον]], [[κωνωπεών]], [[κωνωπώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κωνώπιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) [[κωνωποειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωνωποθήρας]], [[κωνωποσφράντης]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αεροκώνωψ</i>].
|mltxt=ο (AM [[κώνωψ]], -ωπος)<br /><b>1.</b> [[κουνούπι]] («ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Κώνωψ</i><br />μικρό λατινικό [[ποίημα]] που αποδίδεται στον Βεργίλιο<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «oἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» — λέγεται γι' αυτούς που επικρίνουν τα μικρά ελαττώματα και παραβλέπουν τα μεγάλα αμαρτήματα<br />β) «[[κώνωψ]] ἐπὶ κέρατος βοός» — λέγεται για να δηλώσει ασήμαντα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η ετυμολόγηση του <i>κών</i>-<i>ωψ</i> <span style="color: red;"><</span> [[κῶνος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ὤψ</i> «όψη» δεν φαίνεται πιθ. Κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ. από την αιγυπτ. <i>hnms</i> «[[μύγα]], [[κουνούπι]]», σχηματισμένη με [[επίδραση]] της λ. [[κῶνος]]. Η λ. [[κωνώπιον]] «κουνουπάκι, [[κρεβάτι]] με [[κουνουπιέρα]]» συνδέθηκε παρετυμολογικώς με αμάρτυρο <i>κανώπιον</i> <span style="color: red;"><</span> αιγυπτ. [[πόλη]] [[Κάνωπος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κωνωπείον]], [[κωνωπεών]], [[κωνωπώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κωνώπιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) [[κωνωποειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωνωποθήρας]], [[κωνωποσφράντης]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αεροκώνωψ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κώνωψ:''' -ωπος, ὁ, [[κουνούπι]], [[σκνίπα]], Λατ. [[culex]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κώνωψ Medium diacritics: κώνωψ Low diacritics: κώνωψ Capitals: ΚΩΝΩΨ
Transliteration A: kṓnōps Transliteration B: kōnōps Transliteration C: konops Beta Code: kw/nwy

English (LSJ)

ωπος, ὁ,

   A gnat, mosquito, A.Ag.892, Hdt.2.95, Orac. ap. Ar. Eq.1038, Arist.HA535a3, 552b5; μήτε ὡς λέων ἀναστρέφου μήτε ὡς κ. Metrod.Fr.60.

German (Pape)

[Seite 1546] ωπος, ὁ, die Mücke, Stechmücke, nach ihrem Stachel benannt; Her. 2, 95; Aesch. Ag. 893; Ar. Equ. 1038; Arist. H. A. 4, 7 u. A.; ὀξηρῷ φυόμενος κεράμῳ Dionys. 4 (XII, 108); vgl. Arist. H. A. 5, 19; Ael. H. A. 2, 4; ἐξ ὕδατος φθειρομένου S. Emp. pyrrh. 1, 41.

Greek (Liddell-Scott)

κώνωψ: -ωπος, ὁ, = «κουνοῦπι», Λατ. culex, Ἡρόδ. 2. 95, Αἰσχύλ. Ἀγ. 892, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1038· παράγονται δὲ οἱ κώνωπες ἐκ σκωλήκων ἐν τῷ καθιζήματι τοῦ ὄξους, καὶ φαίνεται ὅτι εἶναι μικρότεροι τῶν ἐμπίδων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 23, πρβλ. 4. 5, 29· κατὰ τὸν Sundevall, Stomoxys calcitrans.

French (Bailly abrégé)

ωπος (ὁ) :
cousin, insecte.
Étymologie: κῶνος, ὤψ.

English (Strong)

apparently a derivative of the base of κέντρον and a derivative of ὀπτάνομαι; a mosquito (from its stinging proboscis): gnat.

English (Thayer)

κωνωπος, ὁ, a gnat (Aeschylus), Herodotus, Hippocrates, others); of the wine-gnat or midge that is bred in (fermenting and) evaporating wine (Aristotle, h. an. 5,19 (p. 552{b}, 5; cf. Bochart, Hierozoicon, iii. 444; Buxtorf, Lex. talm. etc. 921 (474{a} Fischer edition))): Matthew 23:24.

Greek Monolingual

ο (AM κώνωψ, -ωπος)
1. κουνούπι («ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην», Αισχύλ.)
2. ως κύριο όν. Κώνωψ
μικρό λατινικό ποίημα που αποδίδεται στον Βεργίλιο
3. παροιμ. φρ. α) «oἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» — λέγεται γι' αυτούς που επικρίνουν τα μικρά ελαττώματα και παραβλέπουν τα μεγάλα αμαρτήματα
β) «κώνωψ ἐπὶ κέρατος βοός» — λέγεται για να δηλώσει ασήμαντα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ετυμολόγηση του κών-ωψ < κῶνος + ὤψ «όψη» δεν φαίνεται πιθ. Κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ. από την αιγυπτ. hnms «μύγα, κουνούπι», σχηματισμένη με επίδραση της λ. κῶνος. Η λ. κωνώπιον «κουνουπάκι, κρεβάτι με κουνουπιέρα» συνδέθηκε παρετυμολογικώς με αμάρτυρο κανώπιον < αιγυπτ. πόλη Κάνωπος.
ΠΑΡ. αρχ. κωνωπείον, κωνωπεών, κωνωπώδης
αρχ.-μσν.
κωνώπιον.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) κωνωποειδής
αρχ.
κωνωποθήρας, κωνωποσφράντης. (Β' συνθετικό) αρχ. αεροκώνωψ].

Greek Monotonic

κώνωψ: -ωπος, ὁ, κουνούπι, σκνίπα, Λατ. culex, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.