κραταίπεδος: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κραταίπεδος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σκληρό [[δάπεδο]], σκληρό [[έδαφος]] («κραταίπεδον [[οὖδας]]» — λιθόστρωτο [[έδαφος]], Σχόλ. <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]] «[[πεδιάδα]], [[έδαφος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>υψί</i>-<i>πεδος</i>, <i>χαλκό</i>-<i>πεδος</i>].
|mltxt=[[κραταίπεδος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σκληρό [[δάπεδο]], σκληρό [[έδαφος]] («κραταίπεδον [[οὖδας]]» — λιθόστρωτο [[έδαφος]], Σχόλ. <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]] «[[πεδιάδα]], [[έδαφος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>υψί</i>-<i>πεδος</i>, <i>χαλκό</i>-<i>πεδος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρᾰταίπεδος:''' -ον ([[πέδον]]), αυτός που έχει σκληρό, τραχύ [[έδαφος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰταίπεδος Medium diacritics: κραταίπεδος Low diacritics: κραταίπεδος Capitals: ΚΡΑΤΑΙΠΕΔΟΣ
Transliteration A: krataípedos Transliteration B: krataipedos Transliteration C: krataipedos Beta Code: kratai/pedos

English (LSJ)

ον,

   A with hard ground or soil, οὖδας Od.23.46.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰταίπεδος: -ον, ἔχων τραχύ, σκληρὸν ἔδαφος, κραταίπεδον οὖδας, «λιθόστρωτον ἔδαφος» (Σχόλ), Ὀδ. Ψ. 46.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sol ferme.
Étymologie: κραταιός, πέδον.

English (Autenrieth)

(πέδον): with strong (hard) footing or surface, Od. 23.46†.

Greek Monolingual

κραταίπεδος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκληρό δάπεδο, σκληρό έδαφος («κραταίπεδον οὖδας» — λιθόστρωτο έδαφος, Σχόλ. Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -πεδος (< πέδον «πεδιάδα, έδαφος»), πρβλ. υψί-πεδος, χαλκό-πεδος].

Greek Monotonic

κρᾰταίπεδος: -ον (πέδον), αυτός που έχει σκληρό, τραχύ έδαφος, σε Ομήρ. Οδ.