μετοικεσία: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
(25)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μετοικεσία]] και ιων. τ. μετοικεσίη)<br /><b>1.</b> η [[μετοίκηση]], [[αλλαγή]] τόπου διαμονής ή κατοικίας («καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς βασιλεὺς Βαβυλῶνος μετοικεσίαν εἰς Βαβυλῶνα», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μετοικεσία]] τῆς Βαβυλῶνος» — η [[μεταφορά]] τών Εβραίων στη Βαβυλώνα ως αιχμαλώτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(κοινων.)</b> [[τύπος]] κοινωνικής κινητικότητας που αναφέρεται στη [[μεταβολή]] της περιοχής κατοίκησης ενός ατόμου [[αλλά]] [[χωρίς]] [[μεταβολή]] του τόπου μόνιμης εγκατάστασής του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για τους νεκρούς) η [[μετάσταση]] στον Άδη<br /><b>2.</b> [[εξορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετοικέτ</i>-<i>ης</i> (με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- [[πριν]] από το -<i>ι</i>-) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>].
|mltxt=η (ΑΜ [[μετοικεσία]] και ιων. τ. μετοικεσίη)<br /><b>1.</b> η [[μετοίκηση]], [[αλλαγή]] τόπου διαμονής ή κατοικίας («καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς βασιλεὺς Βαβυλῶνος μετοικεσίαν εἰς Βαβυλῶνα», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μετοικεσία]] τῆς Βαβυλῶνος» — η [[μεταφορά]] τών Εβραίων στη Βαβυλώνα ως αιχμαλώτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(κοινων.)</b> [[τύπος]] κοινωνικής κινητικότητας που αναφέρεται στη [[μεταβολή]] της περιοχής κατοίκησης ενός ατόμου [[αλλά]] [[χωρίς]] [[μεταβολή]] του τόπου μόνιμης εγκατάστασής του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για τους νεκρούς) η [[μετάσταση]] στον Άδη<br /><b>2.</b> [[εξορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετοικέτ</i>-<i>ης</i> (με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- [[πριν]] από το -<i>ι</i>-) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μετοικεσία:''' ἡ, = [[μετοικία]] I, σε Ανθ.· η Έξωση ή η Αιχμαλωσία των Ιουδαίων, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοικεσία Medium diacritics: μετοικεσία Low diacritics: μετοικεσία Capitals: ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ
Transliteration A: metoikesía Transliteration B: metoikesia Transliteration C: metoikesia Beta Code: metoikesi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = μετοικία 1, esp. of the captivity of the Jews, LXX 4 Ki.24.16; ἡ μ. Βαβυλῶνος Ev.Matt.1.11; also πλεόνων μ. 'the land o' the leal', AP7.731 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 161] ἡ, das Umziehen, das Ausziehen aus einem Orte nach einem andern hin, Sp.; das Wohnen als Fremder an einem Orte, als μέτοικος, Βαβυλῶνος, Matth. 1, 11; vgl. Leon. Tar. 79 (VII, 731).

Greek (Liddell-Scott)

μετοικεσία: ἡ, = μετοικία Ι, Ἀνθ. Π. 7. 731· - ἡ αἰχμαλωσία καὶ ὁ μετοικισμὸς τῶν Ἰσραηλιτῶν, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΔ΄, 16), Καιν. Διαθ.· - μετοικέσιον, τό, «τὸ ἐκ τόπου εἰς τόπον οἰκῆσαι» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 changement de résidence, émigration;
2 déportation, transportation.
Étymologie: μετοικέω.

English (Strong)

from a derivative of a compound of μετά and οἶκος; a change of abode, i.e. (specially), expatriation: X brought, carried(-ying) away (in-)to.

English (Thayer)

μετοικεσίας, ἡ (for the better form μετοίκησις, from μετοικέω) (cf. Winer s Grammar, 24 (23))), a removal from one abode to another, especially a forced removal: with the addition Βαβυλῶνος (on this genitive cf. Winer's Grammar, § 30,2 α.) said of the Babylonian exile, Sept. for גֹּלָה i. e. migration, especially into captivity; of the Babylonian exile, גָּלוּת, Anthol. 7,731, 6.)

Greek Monolingual

η (ΑΜ μετοικεσία και ιων. τ. μετοικεσίη)
1. η μετοίκηση, αλλαγή τόπου διαμονής ή κατοικίας («καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς βασιλεὺς Βαβυλῶνος μετοικεσίαν εἰς Βαβυλῶνα», ΠΔ)
2. φρ. «μετοικεσία τῆς Βαβυλῶνος» — η μεταφορά τών Εβραίων στη Βαβυλώνα ως αιχμαλώτων
νεοελλ.
(κοινων.) τύπος κοινωνικής κινητικότητας που αναφέρεται στη μεταβολή της περιοχής κατοίκησης ενός ατόμου αλλά χωρίς μεταβολή του τόπου μόνιμης εγκατάστασής του
αρχ.
1. μτφ. (για τους νεκρούς) η μετάσταση στον Άδη
2. εξορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετοικέτ-ης (με συριστικοποίηση του -τ- πριν από το -ι-) + κατάλ. -ία].

Greek Monotonic

μετοικεσία: ἡ, = μετοικία I, σε Ανθ.· η Έξωση ή η Αιχμαλωσία των Ιουδαίων, σε Καινή Διαθήκη