ὀκτάτονος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀκτάτονος]], -ον (Α)<br />(για [[χταπόδι]]) αυτός που έχει [[οκτώ]] πλοκάμους τους οποίους τεντώνει και αρπάζει τη [[λεία]] του («[[ὀκτάτονοι]] ἕλικες» — τα [[οκτώ]] πλοκάμια του χταποδιού, <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οχτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[τόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τείνω]])].
|mltxt=[[ὀκτάτονος]], -ον (Α)<br />(για [[χταπόδι]]) αυτός που έχει [[οκτώ]] πλοκάμους τους οποίους τεντώνει και αρπάζει τη [[λεία]] του («[[ὀκτάτονοι]] ἕλικες» — τα [[οκτώ]] πλοκάμια του χταποδιού, <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οχτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[τόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τείνω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀκτάτονος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που εκτείνεται σε [[οκτώ]] μεριές, ἕλικες [[ὀκτάτονοι]], τα [[οκτώ]] πλοκάμια του χταποδιού, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτάτονος Medium diacritics: ὀκτάτονος Low diacritics: οκτάτονος Capitals: ΟΚΤΑΤΟΝΟΣ
Transliteration A: oktátonos Transliteration B: oktatonos Transliteration C: oktatonos Beta Code: o)kta/tonos

English (LSJ)

ον,

   A eight-stretched, ἕλικες ὀ. the eight arms of the octopus, AP9.14 (Antiphil.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάτονος: [ᾰ], -ον, ὀκτάτονοι ἕλικες, οἱ ὀκτὼ πλόκαμοι ἢ πόδες τοῦ πολύποδος, Ἀνθ. Π. 9. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tendu en huit parties, au nombre de huit.
Étymologie: ὀκτώ, τείνω.

Greek Monolingual

ὀκτάτονος, -ον (Α)
(για χταπόδι) αυτός που έχει οκτώ πλοκάμους τους οποίους τεντώνει και αρπάζει τη λεία του («ὀκτάτονοι ἕλικες» — τα οκτώ πλοκάμια του χταποδιού, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οχτώ) + τόνος (< τείνω)].

Greek Monotonic

ὀκτάτονος: [ᾰ], -ον, αυτός που εκτείνεται σε οκτώ μεριές, ἕλικες ὀκτάτονοι, τα οκτώ πλοκάμια του χταποδιού, σε Ανθ.