οἴμη: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἴμη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[άσμα]], [[τραγούδι]], ωδή («οἴμας Μοῡσ' ἐδίδαξε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[ικανότητα]] να τραγουδά [[κάποιος]] («θεὸς δὲ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[οἴμη]]<br />[[λόγος]], [[ἱστορία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. έχει παραχθεί από τη λ. [[οἶμος]] «[[δρόμος]] [[οδός]]», εξαιτίας του ότι το [[οἶμος]] έχει χρησιμοποιηθεί [[προς]] [[δήλωση]] της μελωδίας, του ήχου, του μέλους ενός άσματος (<b>πρβλ.</b> τις φρ. «[[οἶμος]] ἀοιδῆς</i>», «<i>ἐπέων οἶμον</i>», «<i>λύρης οἴμους</i>»). Κατ' άλλους, όμως, η προηγούμενη [[άποψη]] [[είναι]] παρετυμολογική και η λ. [[οἴμη]] θα [[πρέπει]] να αναχθεί σε ένα [[θέμα]] που μαρτυρείται στο αρχ. νορβ. <i>seidr</i> «[[μαγεία]], [[γοητεία]]» και στο αρχ. ινδ. <i>s</i><i>ā</i><i>man</i>- «[[τραγούδι]]» ή, κατ' άλλους, σε <i>som</i>-<i>yo</i>- (<b>πρβλ.</b> χεττιτ. <i>išhamai</i>- «[[τραγουδώ]]» και αρχ. ινδ. <i>s</i><i>ā</i><i>man</i>- «[[τραγούδι]]»].
|mltxt=[[οἴμη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[άσμα]], [[τραγούδι]], ωδή («οἴμας Μοῡσ' ἐδίδαξε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[ικανότητα]] να τραγουδά [[κάποιος]] («θεὸς δὲ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[οἴμη]]<br />[[λόγος]], [[ἱστορία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. έχει παραχθεί από τη λ. [[οἶμος]] «[[δρόμος]] [[οδός]]», εξαιτίας του ότι το [[οἶμος]] έχει χρησιμοποιηθεί [[προς]] [[δήλωση]] της μελωδίας, του ήχου, του μέλους ενός άσματος (<b>πρβλ.</b> τις φρ. «[[οἶμος]] ἀοιδῆς</i>», «<i>ἐπέων οἶμον</i>», «<i>λύρης οἴμους</i>»). Κατ' άλλους, όμως, η προηγούμενη [[άποψη]] [[είναι]] παρετυμολογική και η λ. [[οἴμη]] θα [[πρέπει]] να αναχθεί σε ένα [[θέμα]] που μαρτυρείται στο αρχ. νορβ. <i>seidr</i> «[[μαγεία]], [[γοητεία]]» και στο αρχ. ινδ. <i>s</i><i>ā</i><i>man</i>- «[[τραγούδι]]» ή, κατ' άλλους, σε <i>som</i>-<i>yo</i>- (<b>πρβλ.</b> χεττιτ. <i>išhamai</i>- «[[τραγουδώ]]» και αρχ. ινδ. <i>s</i><i>ā</i><i>man</i>- «[[τραγούδι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἴμη:''' ἡ, = [[οἶμος]]· μεταφ., [[τραγούδι]], ωδή, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴμη Medium diacritics: οἴμη Low diacritics: οίμη Capitals: ΟΙΜΗ
Transliteration A: oímē Transliteration B: oimē Transliteration C: oimi Beta Code: oi)/mh

English (LSJ)

ἡ,

   A = οἶμος: metaph., way of song, song, lay, οἴμας Μοῦσ' ἐδίδαξε Od.8.481 ; θεὸς δέ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν 22.347 ; οἴμης τῆς . . κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανε 8.74 ; οἴ. δῶκε Φοῖβος τέττιγι power of song, Anacreont.32.14 ; οἴμῃ θελγόμενος A.R.4.150 ; Δήλῳ νῦν οἴμης ἀποδάσσομαι Call.Del.9 ; αἰνιγμάτων οἶμαι Lyc.11.

Greek (Liddell-Scott)

οἴμη: ἡ, = οἶμος· μεταφ., ᾠδή, οἴμας Μοῦσ’ ἐδίδαξε Ὀδ. Θ. 481 θεὸς δέ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν Χ. 347· οἴμης τῆς ... κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανεν Θ. 74· οἴμην δῶκε Φοῖβος τέττιγι, τὴν δύναμιν τοῦ ᾄδειν, Ἀνακρεόντ. 35. 14· οἴμῃ θελγομένους Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 150· αἰνιγμάτων οἶμαι Λυκόφρ. 11. (Ἴδε ἐν λ. οἶμα.)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
marche d’un récit ; récit, poème.
Étymologie: cf. οἶμος.

English (Autenrieth)

song, lay. (Od.)

Greek Monolingual

οἴμη, ἡ (Α)
1. άσμα, τραγούδι, ωδή («οἴμας Μοῡσ' ἐδίδαξε», Ομ. Οδ.)
2. η ικανότητα να τραγουδά κάποιος («θεὸς δὲ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν», Ομ. Οδ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «οἴμη
λόγος, ἱστορία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει παραχθεί από τη λ. οἶμος «δρόμος οδός», εξαιτίας του ότι το οἶμος έχει χρησιμοποιηθεί προς δήλωση της μελωδίας, του ήχου, του μέλους ενός άσματος (πρβλ. τις φρ. «οἶμος ἀοιδῆς», «ἐπέων οἶμον», «λύρης οἴμους»). Κατ' άλλους, όμως, η προηγούμενη άποψη είναι παρετυμολογική και η λ. οἴμη θα πρέπει να αναχθεί σε ένα θέμα που μαρτυρείται στο αρχ. νορβ. seidr «μαγεία, γοητεία» και στο αρχ. ινδ. sāman- «τραγούδι» ή, κατ' άλλους, σε som-yo- (πρβλ. χεττιτ. išhamai- «τραγουδώ» και αρχ. ινδ. sāman- «τραγούδι»].

Greek Monotonic

οἴμη: ἡ, = οἶμος· μεταφ., τραγούδι, ωδή, σε Ομήρ. Οδ.