ὀξυδερκής: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ὀξυδερκής]] και [[ὀξυδορκής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[οξεία]] όραση, που βλέπει [[μακριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[οξεία]] [[κρίση]] και [[αντίληψη]], [[οξύνους]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ὀξυδερκές</i><br />η [[οξυδέρκεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παρέχει [[οξυδέρκεια]], [[οξεία]] όραση («ὀξυδερκές [[ὕδωρ]]», Διοκλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὀξυδερκῶς]] (Α)<br />με [[οξυδέρκεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δερκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρκομαι]] «[[βλέπω]] καλά»), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>δερκής</i>]. | |mltxt=-ές (ΑΜ [[ὀξυδερκής]] και [[ὀξυδορκής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[οξεία]] όραση, που βλέπει [[μακριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[οξεία]] [[κρίση]] και [[αντίληψη]], [[οξύνους]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ὀξυδερκές</i><br />η [[οξυδέρκεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παρέχει [[οξυδέρκεια]], [[οξεία]] όραση («ὀξυδερκές [[ὕδωρ]]», Διοκλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὀξυδερκῶς]] (Α)<br />με [[οξυδέρκεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δερκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρκομαι]] «[[βλέπω]] καλά»), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>δερκής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀξῠδερκής:''' -ές ([[δέρκομαι]]), αυτός που έχει εξαιρετική όραση ή περιφέρει [[γρήγορα]] τη [[ματιά]] του, σε Ηρόδ., Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A sharp-sighted, quick-sighted, Luc.Tim.25, al. : Comp. -έστερος Id.Vit.Auct.26, Hegesand.9 ; ὄψις Alex.Aphr.in Top.262.10 : Sup. -έστατος Hdt.2.68, Arist.Mir.834b28. Adv. -κῶς Ph.1.590 : Comp. -έστερον ib.229. II Act., promoting quickness of sight, ὕδωρ Diocl.Fr.128, cf. Dsc.5.5, Gal.12.263, al.
German (Pape)
[Seite 352] ές, scharfsehend, scharfsichtig; ὀξυδερκέστατος, Her. 2, 68; ὀξυδερκέστερος τὴν ψυχὴν γενόμενος, Luc. Nigr. 4, vgl. Vit. auct. 26; Tim. 25 u. öfter; Lob. Phryn. 576.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠδερκής: -ές, ὁ ἔχων ὀξεῖαν ἢ ταχεῖαν ὅρασιν, -έστερος Λουκ. Βίων Πρᾶσις 26, Ἀθήν. 250Ε· -έστατος Ἡρόδ. 2. 68, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 58. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ παρέχων ὀξυδέρκειαν, ὀξύτητα, ὕδωρ Διοκλ. παρ᾿ Ἀθην. 46D, Διοσκ. 5. 6.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a le regard perçant.
Étymologie: ὀξύς, δέρκομαι.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὀξυδερκής και ὀξυδορκής, -ές)
αυτός που έχει οξεία όραση, που βλέπει μακριά
νεοελλ.
αυτός που έχει οξεία κρίση και αντίληψη, οξύνους
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυδερκές
η οξυδέρκεια
αρχ.
αυτός που παρέχει οξυδέρκεια, οξεία όραση («ὀξυδερκές ὕδωρ», Διοκλ.).
επίρρ...
ὀξυδερκῶς (Α)
με οξυδέρκεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω καλά»), πρβλ. πολυ-δερκής].
Greek Monotonic
ὀξῠδερκής: -ές (δέρκομαι), αυτός που έχει εξαιρετική όραση ή περιφέρει γρήγορα τη ματιά του, σε Ηρόδ., Λουκ.