πανυπέρτατος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(30)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άτη, -ον, Α<br /><b>1.</b> ο [[ανώτατος]] όλων («μεγέθει [[πανυπέρτατος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στο έσχατο [[σημείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὑπέρτατος]].
|mltxt=-άτη, -ον, Α<br /><b>1.</b> ο [[ανώτατος]] όλων («μεγέθει [[πανυπέρτατος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στο έσχατο [[σημείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὑπέρτατος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πανῠπέρτατος:''' -η, -ον, αυτός που είναι πιο [[ψηλά]] από όλους, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανῠπέρτατος Medium diacritics: πανυπέρτατος Low diacritics: πανυπέρτατος Capitals: ΠΑΝΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Transliteration A: panypértatos Transliteration B: panypertatos Transliteration C: panypertatos Beta Code: panupe/rtatos

English (LSJ)

η, ον,

   A highest of all, μεγέθει π. Arist.Mu.397a15; π. ἐρρίζωνται, of trees, are rooted highest on the mountain, A.R.1.1122: hence, most remote or farthest from land, π. εἰν ἁλὶ κεῖται, of Ithaca, Od.9.25.    2 supreme, Call.Jov.91, Orph. H.19.2,al.

German (Pape)

[Seite 465] der ganz oberste; Od. 9, 25 u. sp. D., bes. Orph. oft; οὐρανός Arist. mund. 5.

Greek (Liddell-Scott)

πανῠπέρτατος: -η, -ον, ὑπὲρ πάντας ὑπέρτατος, Ὀδ. Ι. 25, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 9, Ὀρφ. 2) βαθύτατος πάντων, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1122.

French (Bailly abrégé)

η ou ος, ον :
le plus haut de tous.
Étymologie: πᾶν, ὑπέρτατος.

English (Autenrieth)

quite the highest, i. e. above or farther off than the rest, Od. 9.25†.

Greek Monolingual

-άτη, -ον, Α
1. ο ανώτατος όλων («μεγέθει πανυπέρτατος», Αριστοτ.)
2. αυτός που βρίσκεται στο έσχατο σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὑπέρτατος.

Greek Monotonic

πανῠπέρτατος: -η, -ον, αυτός που είναι πιο ψηλά από όλους, σε Ομήρ. Οδ.