παρακαλύπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(30)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(συν. μέσ.) <i>παρακαλύπτομαι</i><br /><b>1.</b> [[καλύπτω]] [[κάτι]] κρεμώντας [[κάτι]] [[άλλο]] [[μπροστά]] του, [[αποκρύπτω]], [[συγκαλύπτω]], [[σκεπάζω]]<br /><b>2.</b> [[καλύπτω]] το [[πρόσωπο]] κάποιου<br /><b>3.</b> [[αδιαφορώ]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> υποκρύπτομαι («καὶ ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ' αὐτοῡ ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτὸ [τὸ [[ῥῆμα]]]», ΚΔ).
|mltxt=Α<br />(συν. μέσ.) <i>παρακαλύπτομαι</i><br /><b>1.</b> [[καλύπτω]] [[κάτι]] κρεμώντας [[κάτι]] [[άλλο]] [[μπροστά]] του, [[αποκρύπτω]], [[συγκαλύπτω]], [[σκεπάζω]]<br /><b>2.</b> [[καλύπτω]] το [[πρόσωπο]] κάποιου<br /><b>3.</b> [[αδιαφορώ]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> υποκρύπτομαι («καὶ ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ' αὐτοῡ ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτὸ [τὸ [[ῥῆμα]]]», ΚΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρακᾰλύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[καλύπτω]] κρεμώντας [[κάτι]] δίπλα, [[σκεπάζω]], [[κρύβω]], σε Πλούτ. — Μέσ., [[καλύπτω]] το [[πρόσωπο]] κάποιου, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακᾰλύπτω Medium diacritics: παρακαλύπτω Low diacritics: παρακαλύπτω Capitals: ΠΑΡΑΚΑΛΥΠΤΩ
Transliteration A: parakalýptō Transliteration B: parakalyptō Transliteration C: parakalypto Beta Code: parakalu/ptw

English (LSJ)

   A cover by hanging something beside, cloak, disguise, τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν Plu.Demetr.52:—Med., cover one's face, Pl.R.439e, Plu.Alc.34; πρὸς τὸ δεινόν Id.Pomp.60 (Act. in same sense, Id.Per.35): metaph., παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου veiling itself, Pl.R.503a, cf. Plu.2.370f; π. τὴν ἀλήθειαν Ph.2.196; set aside, ignore, τὸν θεόν ib.189.

German (Pape)

[Seite 481] bedecken, verhüllen, eigtl. indem man Etwas daneben, davor hält, auch übertr.; Plat. Rep. VI, 503 a; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρακᾰλύπτω: καλύπτω, ἀναρτῶν τι πλησίον, σκεπάζω, κρύπτω, ὑποκρύπτω, τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν Πλουτ. Δημήτρ. 52. - Μέσ., καλύπτω τὸ πρόσωπόν μου, Πλάτ. Πολ. 439Α, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34· πρὸς τὸ δεινὸν ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 60· μεταφορ., παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου, κρυπτομένου, ὑποκρυπτομένου, Πλάτ. Πολ. 503Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 370Ε.

French (Bailly abrégé)

couvrir, cacher;
Moy. παρακαλύπτομαι;
I. tr. voiler : τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν PLUT voiler la pensée sous les vapeurs de l’ivresse;
II. intr. 1 se voiler pour porter le deuil;
2 se cacher : πρὸς τὸ δεινόν PLUT fermer les yeux ou se voiler le visage en face du danger.
Étymologie: παρά, καλύπτω.

English (Strong)

from παρά and καλύπτω; to cover alongside, i.e. veil (figuratively): hide.

English (Thayer)

to cover over, cover up, hide, conceal: tropically, ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ' αὐτῶν (it was concealed from them), a Hebraism, on which see in ἀποκρύπτω, b.), Plato, Plutarch, others).

Greek Monolingual

Α
(συν. μέσ.) παρακαλύπτομαι
1. καλύπτω κάτι κρεμώντας κάτι άλλο μπροστά του, αποκρύπτω, συγκαλύπτω, σκεπάζω
2. καλύπτω το πρόσωπο κάποιου
3. αδιαφορώ
4. μτφ. υποκρύπτομαι («καὶ ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ' αὐτοῡ ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτὸ [τὸ ῥῆμα]», ΚΔ).

Greek Monotonic

παρακᾰλύπτω: μέλ. -ψω, καλύπτω κρεμώντας κάτι δίπλα, σκεπάζω, κρύβω, σε Πλούτ. — Μέσ., καλύπτω το πρόσωπο κάποιου, σε Πλάτ.