πανούργημα: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[πανουργώ]]<br />πονηρό [[έργο]], δόλιο [[τέχνασμα]], [[απάτη]] («τὸ [[μέντοι]] [[πανούργημα]] φθάνει καὶ πρὸς ἀσέβειαν», Φίλ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σόφισμα]], [[σοφιστεία]].
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[πανουργώ]]<br />πονηρό [[έργο]], δόλιο [[τέχνασμα]], [[απάτη]] («τὸ [[μέντοι]] [[πανούργημα]] φθάνει καὶ πρὸς ἀσέβειαν», Φίλ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σόφισμα]], [[σοφιστεία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰνούργημα:''' -ατος, τό, πανούργο [[τέχνασμα]], [[απάτη]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 00:51, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνούργημα Medium diacritics: πανούργημα Low diacritics: πανούργημα Capitals: ΠΑΝΟΥΡΓΗΜΑ
Transliteration A: panoúrgēma Transliteration B: panourgēma Transliteration C: panoyrgima Beta Code: panou/rghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A knavish trick, villainy, S.El.1387 (lyr.), LXX Si.1.6 (v.l.); sophistry, Gal.5.251; cf. πανούργευμα.

German (Pape)

[Seite 461] τό, = πανούργευμα, Soph. El. 1387 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνούργημα: τό, πανοῦργον ἔργον, τέχνασμα, ἀπάτη, Σοφ. Ἡλ. 1387.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
trait de fourberie ou de méchanceté.
Étymologie: πανουργέω.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ πανουργώ
πονηρό έργο, δόλιο τέχνασμα, απάτη («τὸ μέντοι πανούργημα φθάνει καὶ πρὸς ἀσέβειαν», Φίλ.)
αρχ.
σόφισμα, σοφιστεία.

Greek Monotonic

πᾰνούργημα: -ατος, τό, πανούργο τέχνασμα, απάτη, σε Σοφ.