περιλιπής: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(32) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />ο [[υπόλοιπος]], αυτός που απέμεινε («παρεσκεύαζον δὲ καὶ τὰ περιλιπῆ τῶν πλοίων», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>λιπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λείπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ελ</i>-<i>λιπής</i>]. | |mltxt=-ές, Α<br />ο [[υπόλοιπος]], αυτός που απέμεινε («παρεσκεύαζον δὲ καὶ τὰ περιλιπῆ τῶν πλοίων», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>λιπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λείπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ελ</i>-<i>λιπής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιλῐπής:''' -ές ([[περιλείπομαι]]), αυτός που απομένει, που διασώζεται, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A left remaimng, surviving, c. gen., π. τῆς φθορᾶς Pl. Lg.702a : abs., Plb.1.73.2 ; π. σχεῖν Str.8.7.5.
German (Pape)
[Seite 582] ές, wie περίλοιπ ος, übrig gelassen, geblieben, περιλιπεῖς γενομένο υς τῆς φθορᾶς, Plat. Leg. III, 702 a; τὰ περιλιπῆ τῶν πλοίων.
Greek (Liddell-Scott)
περιλῐπής: -ές, ὁ περιλειφθείς, περισωθείς, μετὰ γεν., τοὺς περιλιπεῖς γενομένους τῆς φθορᾶς Πλάτ. Νόμ. 702Α· ἀπολ., Πολύβ. 1. 73, 2· π. ἔχειν Στράβ. 388.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. περίλοιπος.
Étymologie: περί, λείπω.
Greek Monolingual
-ές, Α
ο υπόλοιπος, αυτός που απέμεινε («παρεσκεύαζον δὲ καὶ τὰ περιλιπῆ τῶν πλοίων», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -λιπής (< λείπω), πρβλ. ελ-λιπής].
Greek Monotonic
περιλῐπής: -ές (περιλείπομαι), αυτός που απομένει, που διασώζεται, σε Πλάτ.