Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πίσος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και πισός, ὁ, Α<br />το [[φυτό]] [[πίσο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>pisum</i>].———————— <b>(II)</b><br />-ίσεος, τὸ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) (μόνο στον πληθ.) <i>τὰ πίσεα</i><br />κάθυγροι τόποι, τόποι ελώδεις και κατάφυτοι, λιβάδια («αἵ τ' ἄλσεα καλά νέμονται... καὶ πίσεα ποιήεντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[πῖσος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πιδ</i>-<i>σ</i>-<i>ος</i>) συνδέεται με τα <i>πίδαξ</i>, [[πιδύω]] (<b>πρβλ.</b> [[μύσος]]: [[μύδος]]). Έχει προταθεί [[επίσης]] η [[σύνδεση]] της με το ρ. [[πίνω]] και το [[τοπωνύμιο]] [[Πίσα]] (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>πισFα</i>) με [[βάση]] το [[ερμήνευμα]] του Στεφ. Βυζαντίου: «[[Πῖσα]]<br />[[πόλις]] καὶ [[κρήνη]] τῆς [[Ὀλυμπίας]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και πισός, ὁ, Α<br />το [[φυτό]] [[πίσο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>pisum</i>].———————— <b>(II)</b><br />-ίσεος, τὸ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) (μόνο στον πληθ.) <i>τὰ πίσεα</i><br />κάθυγροι τόποι, τόποι ελώδεις και κατάφυτοι, λιβάδια («αἵ τ' ἄλσεα καλά νέμονται... καὶ πίσεα ποιήεντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[πῖσος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πιδ</i>-<i>σ</i>-<i>ος</i>) συνδέεται με τα <i>πίδαξ</i>, [[πιδύω]] (<b>πρβλ.</b> [[μύσος]]: [[μύδος]]). Έχει προταθεί [[επίσης]] η [[σύνδεση]] της με το ρ. [[πίνω]] και το [[τοπωνύμιο]] [[Πίσα]] (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>πισFα</i>) με [[βάση]] το [[ερμήνευμα]] του Στεφ. Βυζαντίου: «[[Πῖσα]]<br />[[πόλις]] καὶ [[κρήνη]] τῆς [[Ὀλυμπίας]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πίσος:''' [ῐ], ὁ, [[μπιζέλι]], Λατ. [[pisum]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίσος Medium diacritics: πίσος Low diacritics: πίσος Capitals: ΠΙΣΟΣ
Transliteration A: písos Transliteration B: pisos Transliteration C: pisos Beta Code: pi/sos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ,

   A pease, Pisum sativum, Ar.Fr.22, Eup.301, Thphr. HP8.1.4, Phan.Hist.31, PTeb.9.11 (ii B. C.), etc.:—also πίσον [ῐ], τό, Alex.327. [On the accent v. Hdn.Gr.1.205 ; πισός freq. in codd.]

German (Pape)

[Seite 619] od. πισός, ὁ, auch πίσσος u. πίσον, eine Hülsenfrucht, wahrscheinlich eine Art Erbsen, lat. pisum; Ar. frg. 218; Ath. IX, 406; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πίσος: [ῐ], ὁ, εἶδος ὀσπρίου, πιθ. τὸ «μπιζέλι», Λατ. pisum, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 88, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 25, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 1, 4, Ἀθήν. 406C, κτλ.˙ ― ὡσαύτως πίσον, τό, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 63˙ ὑποκορ. πισάριον, τό, Βασίλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pois (légume).
Étymologie: cf. lat. pisum.

Greek Monolingual

(I)
και πισός, ὁ, Α
το φυτό πίσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. (πρβλ. λατ. pisum].———————— (II)
-ίσεος, τὸ, Α
(επικ. τ.) (μόνο στον πληθ.) τὰ πίσεα
κάθυγροι τόποι, τόποι ελώδεις και κατάφυτοι, λιβάδια («αἵ τ' ἄλσεα καλά νέμονται... καὶ πίσεα ποιήεντα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. πῖσος (< πιδ-σ-ος) συνδέεται με τα πίδαξ, πιδύω (πρβλ. μύσος: μύδος). Έχει προταθεί επίσης η σύνδεση της με το ρ. πίνω και το τοπωνύμιο Πίσα (πιθ. < πισFα) με βάση το ερμήνευμα του Στεφ. Βυζαντίου: «Πῖσα
πόλις καὶ κρήνη τῆς Ὀλυμπίας»].

Greek Monotonic

πίσος: [ῐ], ὁ, μπιζέλι, Λατ. pisum, σε Αριστοφ.